Ο ήχος της σιωπής: ο Φίλιππος Ηλιού και η Ελληνική Επανάσταση, της Πόπης Πολέμη

Εξώφυλλο του οργάνου του ΚΣ της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά (τχ. 79, 21 Δεκεμβρίου 1946). Επάνω ο Φίλιππος Ηλιού. Κάτω η Άννα Τεριακή-Σολωμού και η Λούλα Σταυροπούλου

Πόπη Πολέμη, ιστορικός, υπεύθυνη Βιβλιολογικού Εργαστηρίου  «Φίλιππος Ηλιού» (ΕΒΕ)

[Διαβάστε, παράλληλα, την εισήγηση του Φίλιππου Ηλιού «Τα ιδεολογικά ρεύματα της Ελληνικής Επανάστασης» (1976)]

Τις ιστορικές περιέργειες ο Φίλιππος Ηλιού (1931-2004) τις απέκτησε μέσα στο «παράφορο» κλίμα της Κατοχής και της δύσβατης Απελευθέρωσης. Όταν 15χρονος ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον από το εξώφυλλο της επονίτικης Νέας Γενιάς,  στις 21 Δεκεμβρίου 1946, είχε ήδη καταβροχθίσει Γιώργη Λαμπρινό, Γιάνη Κορδάτο, Γιώργο Βαλέτα, πιθανότατα και Γιάννη Ζέβγο[1]. Στο γέρμα, το 2002, αναστοχάζεται τη διαδρομή, και στην παρουσίαση της επανέκδοσης του βιβλίου του Λαμπρινού Μορφές του Εικοσιένα (Αθήνα, Καστανιώτης, 82002) καταθέτει γι’ αυτά τα πρώτα σκιρτήματα: «Με συγκίνηση θα πω, εδώ, ότι έγινα ιστορικός χάρη στην πρώτη έκδοση των Μορφών του Εικοσιένα. Τις διάβασα, αν θυμάμαι καλά, στους πρώτους μήνες του 1943 και μου έκαναν τόση εντύπωση ώστε άρχισα να διατρέχω τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, να ψάχνω μορφές λαϊκών ηρώων, ή ό,τι φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να είναι ένας λαϊκός ήρωας, και να γράφω στα πρόχειρα χαρτιά της εποχής εκείνης, τις βιογραφίες τους»… Για να καταλήξει λίγο πιο κάτω: «αν σήμερα είμαι ιστορικός, έτσι όπως είμαι, είναι γιατί ξεπέρασα το πνεύμα και τα νοητικά εργαλεία που διαμόρφωσα στα 1943-1944, διαβάζοντάς το βιβλίο αυτό και τα ομόλογά του που είταν πολλά και κυριαρχούσαν στην αριστερή ιστοριογραφική παραγωγή»[2].

Ο Φίλιππος Ηλιού το 1943

Ότι η ελληνική επανάσταση θα συνάρπαζε όποιον γαλουχήθηκε με τα νάματα του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ δεν είναι παράδοξο. Ίσα ίσα που η διαπλοκή του εθνικοαπελευθερωτικού προτάγματος του ’21 με την Αντίσταση καθιστά σχεδόν αυταπόδεικτο το σχετικό ενδιαφέρον για τον φιλομαθή και φιλοπερίεργο έφηβο που ως αετόπουλο είχε κρατήσει το χωνί στους δρόμους των Αμπελοκήπων, είχε συλληφτεί μετά τα Δεκεμβριανά και το φθινόπωρο του 1945 είχε χαιρετίσει από το βήμα το 7ο συνέδριο του ΚΚΕ[3]. Όντως παράδοξο, ωστόσο, είναι πώς εκείνος που γελώντας θυμόταν ότι δεν ήθελε να πλύνει τα χέρια του ύστερα από τη χειραψία με τον Ζαχαριάδη (ίσως στη διάρκεια εκείνου του συνεδρίου) και που είχε τραφεί με τον «μαρξιστογενή λαϊκισμό»,  πέρασε από τους λαϊκούς ήρωες στους καλαμαράδες˙ πώς βρέθηκε να γοητεύεται και να εγκύπτει με πάθος στη ζωή και το έργο του Αδαμάντιου Κοραή.

Όπως έχει δείξει ωραία ο ίδιος ο Φίλιππος Ηλιού, ο Κοραής κάθε άλλο παρά ίνδαλμα υπήρξε στα χρόνια της νιότης του[4]. Οι αντιφατικές αποτιμήσεις για το έργο του Κοραή «θα ακολουθήσουν τις διακυμάνσεις των μαρξιστικών εκτιμήσεων για τον ιστορικό ρόλο της αστικής τάξης στον τελευταίο ιδίως αιώνα της τουρκοκρατίας, και για τον κοινωνικό χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης». Ο κατά Κορδάτο «πιο μεγάλος διανοούμενος της ρωμαίικης μπουρζουαζίας» (1933), που «αγωνίστηκε με φανατισμό  για τις δημοκρατικές […] αντιλήψεις της αστικής τάξης» (1925), θα αναδειχτεί σε εκπρόσωπο της συμβιβαστικής «προς το βυζαντινισμό και κοτζαμπασισμό» πολιτικής του εμπορικού κεφαλαίου από τον Ζέβγο (1935). Κορυφή του λογιωτατισμού που υπηρέτησε τον αστοτσιφλικάδικο συμβιβασμό, «πατέρας της αρχαιομανίας» και «πρόδρομος του μεγαλοϊδεατισμού» ο οποίος «στο όνομα της αναγέννησης πρόδωσε την αναγέννηση» κατά τον Βαλέτα (1946-1947), λίγο αργότερα θα ονομαστεί «εκφραστής του ιδιότυπου συντηρητισμού και αντιδραστικότητάς της [της αστικής τάξης], που στο βάθος έτρεφε τη “Μεγάλη Ιδέα”» από τον Πέτρο Ρούσο (1950).

Η σελίδα τίτλου της μαθητικής εργασίας του Φ.Η. για τον Κοραή, 1949

Υπήρξε, συνεπώς, εικονοκλαστικό το ενδιαφέρον του Φίλιππου για τον Κοραή, ενδιαφέρον που πιστοποιείται από την εργασία που κατέθεσε  18χρονος μαθητής του Κολλεγίου Αθηνών, χάρη στην οποία τον Ιούνιο του 1949 του δόθηκε το Α’ βραβείο στον διαγωνισμό του Ιστορικού Συλλόγου του Κολλεγίου[5]. Ως έπαθλο πήρε τον Α’ τόμο της πρώτης έκδοσης της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά, που είχε εκδοθεί τον Δεκέμβριο του 1948 – τον ίδιον τον είχε ακούσει στον Παρνασσό να μιλά για τον Κοραή λίγο πρωτύτερα, τον Μάιο του 1948, και κατ’ επανάληψη στο κείμενό του παραπέμπει σε αυτή τη διάλεξη. Παρόλο που οι λεπτομέρειες της υιοθέτησης του απροσδόκητου ινδάλματος δεν είναι γνωστές (η βιβλιοθήκη του Κολλεγίου πρέπει εδώ να έπαιξε τον ρόλο της), παραμένει βέβαιο ότι τον «Μάη του 49», τρεις μήνες πριν από την πτώση του Γράμμου,  ο Φ. Ηλιού κλείνει την εργασία του υποστηρίζοντας πως ο Κοραής «με το φωτεινό του παράδειγμα δείχνει σ’ όλους τους πνευματικούς ανθρώπους το σωστό δρόμο του αγώνα». Έχει δε προηγουμένως μιλήσει για τη  «συνομωσία της σιωπής» της βιβλιογραφίας, την οποία μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά, και για τις αντιφατικές αναγνώσεις ειδικότερα της αριστερής ιστοριογραφίας (Κορδάτου,  Βαλέτα). Είναι σαφές πως  η εκ των υστέρων πανθομολογούμενη διεισδυτική ιστοριογραφική συνείδηση υφίσταται ήδη, ενώ παρόντα είναι ήδη εδώ και τα σπέρματα της «ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας», καθώς και της εφαρμογής της στον «κοραϊσμό».

Φωτογραφία για το “περιοδεύον”, 1952

Η  βράβευση, ως γνωστόν, δεν εμπόδισε να αποβληθεί την ίδια στιγμή ο Φίλιππος από το Κολλέγιο, για να αποφοιτήσει τελικά το 1950 από το Πειραματικό Σχολείο, χωρίς όμως να μπορέσει, ελλείψει πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, να λάβει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Ο αποκλεισμός από τα πανεπιστημιακά θρανία, αντί να αποθαρρύνει, ενέτεινε το ερευνητικό πάθος. Ακολούθησαν χρόνια όπου η κομματική στράτευση –ως καθοδηγητή των μαθητικών πυρήνων της παράνομης ΕΠΟΝ τα χρόνια αυτά θυμάται τον «Αλέξη» ο Χρήστος Παπουτσάκης[6]–  συνυπήρχε παράλληλα με άπειρα διαβάσματα (μόνιμο στέκι τώρα η Γεννάδειος[7]), επικεντρωμένα, μεταξύ των άλλων, στην ιδεολογική υποδομή της Επανάστασης. Το μαρτυρεί η εφιαλτική τεκμηρίωση που ανιχνεύεται στο πρώτο επιστημονικό δημοσίευμα το 1953, τιτλοφορημένο Από την αλληλογραφία του Κοραή. Ανέκδοτα και ξεχασμένα γράμματα[8].

Με τη μελέτη αυτή, η οποία έχει και πάλι στο επίκεντρο εκείνον που είχε θελήσει «να επιβληθεί σαν πνευματικός ηγέτης της νέας Ελλάδας» (σ. 5), ο αυτοδίδακτος νεαρός ιστορικός εντυπωσίασε τους πρεσβύτερους ομοτέχνους και κέρδισε τον θαυμασμό του Δημαρά, που θα διατηρηθεί ώς το τέλος[9]. Όσο για τον Φίλιππο, ο οποίος ως γνωστόν θα διαδραματίσει αργότερα κομβικό ρόλο στην ώσμωση μεταξύ Δημαρά και νέας αριστερής ιστοριογραφίας, είναι αρχικά άκρως επιφυλακτικός απέναντί του: στα χειρόγραφα σχόλια στο αντίτυπο-έπαθλο, χρονολογημένα από 20 Ιουλίου 1950, τον εγκαλεί, μεταξύ των άλλων, για την έλλειψη διαλεκτικής μεθόδου, της οποίας ο ίδιος είναι προφανώς θιασώτης[10]. Αντίθετα, το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός του για τον μεγάλο Χιώτη θα διατηρηθεί ώς  την ύστατη ώρα[11]. Δεν έδωσε, βέβαια, ο Φ. Ηλιού τη συνθετική εργασία που προοιωνιζόταν, αν μη τι άλλο, η συγκομιδή της πρώτης ύλης[12]. Αλλά όπως συμβαίνει με όλες τις πολύτροπες ημιτελείς πραγματώσεις του, όσα μας κληροδότησε –τα Γράμματα από το Άμστερνταμ (1976), η έκδοση του Άσματος Πολεμιστηρίου (1982) και οι Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού (1983), μεταξύ άλλων[13]– θεραπεύουν εν μέρει τις υστερήσεις. Είναι δε σαφές ότι έως το τέλος επιμένει πως τα αιτήματα που προβάλλει ο Κοραής, αντί να προσεγγίζονται υπό το παραπλανητικό και εν τέλει συκοφαντικό πρίσμα της «μέσης οδού», θα πρέπει να θεωρούνται ότι  «αντιπροσωπεύουν μέσα στους όρους της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, τις πιο ακραίες διεκδικήσεις που είχαν ποτέ διατυπωθεί. Αντιπροσωπεύουν, επίσης, τον πιο συνεκτικό συνολικό σχεδιασμό του μέλλοντος που είχε μπορέσει να διαμορφώσει, ώς τότε, μια ελληνική ομάδα» (1995)[14]. Επιμένει επίσης να υπογραμμίζει τη ριζοσπαστική «αντιστροφή των προτεραιοτήτων» που πρυτάνευε στη σκέψη του Κοραή κατά την έκρηξη της Επανάστασης και η οποία του είχε στοιχήσει, μεταξύ των αριστερών, την κατηγορία του εχθρού της επαναστατικής πάλης: «πρώτα έπρεπε να εξουδετερωθεί η δύναμη των ελληνικών κυρίαρχων ομάδων (ευγενείς, προύχοντες, κλήρος) και ύστερα να επιδιωχθεί η ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας: για να μην αντικατασταθούν οι Τούρκοι από “χριστιανούς τουρκίζοντας”» (2003)[15].

Σχέδιο εξωφύλλου της αδημοσίευτης εργασίας του Φ.Η. για τον Γ. Βαλέτα, 1953

Επιστρέφοντας στο ξεκίνημα της διαδρομής του Φ. Ηλιού, να υπογραμμίσουμε πόσο υψηλή θεωρεί την αποστολή που επιφυλάσσεται στις «νεοελληνικές σπουδές», η οποία ακριβώς  υπαγορεύει τη σοβαρότητα και την εμπερίστατη μελέτη, απαραίτητες προϋποθέσεις για την «αποκατάσταση και την αξιοποίηση της νεοελληνικής πνευματικής και πολιτιστικής δημιουργίας» ούτως ώστε, μαζί  με τον «φυσικό πλούτο», να αποτελέσουν τα θεμέλια πάνω στα οποία «θα στηριχτεί ο νεοελληνικός πολιτισμός». Όλα αυτά –που απηχούν αντίστοιχους δημιουργικούς προβληματισμούς οι οποίοι είχαν αναπτυχτεί πριν από τον Εμφύλιο στο πλαίσιο και από το κλίμα του Ανταίου[16]–, ως θεωρία και ως πράξη, είναι έκδηλα στην εργασία που ετοιμάζει ο ίδιος για να στηλιτεύσει την «κακοποίηση νεοελληνικών κειμένων από τον κ. Γ. Βαλέτα» και ιδίως την «τσαπατσουλιά» με την οποία εξέδωσε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Ελληνικού Διαφωτισμού, την Ελληνική Νομαρχία. Το σχέδιο της σελίδας τίτλου φέρει την ένδειξη: «Αθήνα Τα Μικρά Βιβλία 1953»[17].

Άλλωστε, ήταν «Γενάρης 1954», αμέσως πριν τη στρατιωτική «θητεία» στη Μακρόνησο, όταν υπογράφει τη μελέτη του για τους αφορισμούς που σώζεται στα κατάλοιπά του[18]. Τον άξονα αποτελούν οι αφορισμοί που εξαπέλυσε η Ορθόδοξη Εκκλησία εναντίον των «νεωτεριστών» λογίων, της δράσης και των βιβλίων που εξέδωσαν, με αφετηρία τις διώξεις των «τεκτόνων» (μασώνων), στα μέσα του 18ου αιώνα, και κατάληξη τον αφορισμό των ίδιων των υποκινητών της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’. Η πραγμάτευση αλλά και το συμπέρασμα προοικονομεί όσα θα ακολουθήσουν: «Ο αγώνας είταν η φυσιολογική απόληξη της πορείας του νέου ελληνισμού μέσα στο διάστημα της Τουρκοκρατίας. Κι όμως δεν κατάφερε να λύσει τα βασικά προβλήματα που τον προκάλεσαν». Εξ ού η απογοήτευση των αγωνιστών, η συνέχιση του αγώνα για «ελευθερία και φώτα»,  οι  νέες διώξεις και η ενδεικτική καταληκτήρια φράση: «Τα φαινόμενα συνεχίστηκαν αργότερα και συνεχίζονται ώς τις μέρες μας».

Στη Μακρόνησο, 1955

Αν με τον Κοραή κατατίθεται για πρώτη φορά το ενδιαφέρον του Φίλιππου Ηλιού για τη λογιοσύνη του ελληνικού Διαφωτισμού, εδώ επιβεβαιώνεται, μαζί με τη φωτοσβεστική τάση της Εκκλησίας που αποτελεί  το κεντρικό ζητούμενο, η έλξη που του άσκησαν και άλλες «κορυφές» του κινήματος, όπως ο Χριστόδουλος Παμπλέκης[19]. Παραβλέποντας το παράδοξο πώς ξεπεράστηκαν οι αντίστοιχες κομματικές αγκυλώσεις, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι γοήτεψε τον Φ. Ηλιού όταν αφουγκράστηκε τους ίδιους τους μάρτυρες και διάβασε με επιμονή τα γραπτά τους:  δημοκρατικό φρόνημα, αίτημα ισονομίας και αντικληρικαλισμός σε ύφος απαράμιλλα προκλητικό στη μία περίπτωση, προκλητική κατάφαση της αθεΐας στην άλλη – για ανάλογους λόγους σε αυτό το δίπτυχο θα έρθει να προστεθεί αργότερα μία ακόμη κορυφή: ο όψιμος διαφωτιστής Δημήτρης Γληνός. Ούτως ή άλλως, η διαρκής και μακρόχρονη τριβή με τη λόγια κουλτούρα και η οικείωση με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η διάδοση των φώτων, θα έχει ως συνέπεια ο Φ. Ηλιού να υπονομεύσει σταδιακά μία ακόμη στρεβλή πεποίθηση της προγενέστερης λαϊκιστικής αριστερής ιστοριογραφίας με την οποία είχε όπως είδαμε εξ αρχής ανοικτούς λογαριασμούς. Ο λόγος για  «τη μηχανική παραλληλία, την οποία κατά κανόνα αποδέχονταν οι μαρξιστές ιστορικοί, ότι κάθε “λαϊκό” είναι, αναγκαστικά, και “προοδευτικό”, και, αντίστοιχα, πως οτιδήποτε προκαλεί “λαϊκή αντίδραση” είναι, αυτόματα, “συντηρητικό’” ή “αντιδραστικό”». Αυτός ήταν ο πυρήνας της εισήγησής του σε σεμινάριο του Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών το 1966, με θέμα τους κοινωνικούς αγώνες και τον Διαφωτισμό στη Σμύρνη το 1819 και με αφορμή λανθασμένες εκτιμήσεις του Κορδάτου – εισήγηση που μεταπλάστηκε στη γνωστή ομότιτλη ανακοίνωση σε συμπόσιο του 1971 (δημοσιεύτηκε γαλλικά το 1975 και μεταφράστηκε ελληνικά το 1981)[20].

***

Στο μεταξύ, με ετοιμότητες που είδαμε ότι χτίζονταν από τη δεκαετία του ’40 και με τις μαρξιστικές αποσκευές του καιρού του, εμφορούμενος, μάλιστα, από μια ριζοσπαστική προδιάθεση για «επιστημονικοποίηση» της γνώσης που θα συντονιστεί σταδιακά με τις αντιδογματικές τάσεις και ό,τι έμελλε να τρίξει συθέμελα το κομμουνιστικό ιδεολογικό στερέωμα, όταν του δόθηκε επιτέλους διαβατήριο, βρέθηκε το 1957 ώριμος ερευνητής άλλα όψιμος φοιτητής στο Παρίσι. Οι κοινωνικές συνιστώσες της πνευματικής ζωής, η «διαφορική συμμετοχή των ποικίλων κοινωνικών ομάδων στα κινήματα των ιδεών και της παιδείας»[21]  και η εμβέλεια του ελληνικού Διαφωτισμού αποτελούσαν ούτως ή άλλως κομβικά ζητούμενα για τον νέο μαρξιστή ιστορικό. Ζητούμενα τα οποία, σε συνδυασμό με την τάση για την εφιαλτική τεκμηρίωση που συναντήσαμε πρωτύτερα, διασταυρώθηκαν με τις νέες θεματολογίες και τους μεθοδολογικούς νεωτερισμούς της γαλλικής ιστοριογραφίας στο κλίμα των Annales. Στην τροχιά του Lucien Febvre και του καθηγητή του Robert Mandrou, εντοπίζει ιδίως στην ιστορία του ελληνικού εντύπου της Τουρκοκρατίας έναν δείκτη κατάλληλο για να μπορέσει να αναχθεί από τις κορυφές στους μέσους όρους[22] και ένα έδαφος πρόσφορο για να μελετήσει την πολιτισμική διάσταση στη μέση και τη μακρά διάρκεια.

Δοκιμάζει, λοιπόν, τα εργαλεία της ποσοτικής ιστορίας[23] στο πεδίο των συνδρομητών του ελληνικού βιβλίου (1965), συνδρομητές οι οποίοι υποδεικνύουν ακριβώς τη διασπορά στον γεωγραφικό και τον κοινωνικό χώρο του λόγιου βιβλίου[24]. Οι μετρήσεις αυτές επέτρεψαν να γίνουν σαφή τα όρια της διάδοσης του νεωτερικού βιβλίου του Διαφωτισμού – εκείνου δηλαδή που σήμανε τη χειραφέτηση από τις πέδες κάθε λογής και κατά το διαδεδομένο σχήμα προετοίμασε την Επανάσταση. Ο ελληνικός Διαφωτισμός αναδεικνύεται έτσι ένα κίνημα με συγκεκριμένη κοινωνική ενδοχώρα: είχε τα στηρίγματα και τις υποδοχές του στις φαναριώτικες αυλές της Μολδοβλαχίας, στην Κωνσταντινούπολη, σε ορισμένους θύλακες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στις εμπορικές κοινότητες της ελληνικής Διασποράς, αλλά όχι στους χώρους που επρόκειτο να αποτελέσουν το κατεξοχήν θέατρο του Αγώνα και όπου θα στηνόταν το κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση.

Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου (2005). Η έκδοση συγκέντρωσε όλα τα βιβλιολογικά δημοσιεύματά του Φ.Η.

Και ο Φίλιππος συνεχίζει να μετρά, χτίζοντας, εννοείται, εξ υπαρχής, με άπειρη φροντίδα και κόπο, τις σειρές ομοειδών μετρήσιμων δεδομένων. Βιβλιογραφεί τις εκδόσεις της Τουρκοκρατίας, αντιμετωπίζοντας το βιβλίο ως  πολιτιστικό αγαθό και ως εμπόρευμα, ως μέσο χειραφέτησης αλλά και ιδεολογικής αναπαραγωγής. Μετρά επίμονα τις επανεκδόσεις των θρησκευτικών βιβλίων (ιδίως όσων χρησιμεύουν ως σχολικά εγχειρίδια) και των λαϊκών αναγνωσμάτων, επανεκδόσεις οι οποίες, σε συνάρτηση με την εξαντλητική αναζήτηση και μελέτη όσων στοιχείων έχουν σωθεί για τα τιράζ των εντύπων αλλά και για τις πάσης φύσεως λογοκριτικές παρεμβάσεις, του επέτρεψαν αφενός να αμφισβητήσει το στερεότυπο ενός γενικευμένου αναλφαβητισμού και αφετέρου να σταθμίσει καλύτερα το βάρος της παραδοσιακής κουλτούρας και τον ρόλο των μηχανισμών «αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας»[25].

Μετρώντας και ξαναμετρώντας, ο Φίλιππος Ηλιού διαπιστώνει πόσο μειοψηφική υπήρξε η ‘πρωτοπορία’, πόσο ευάλωτη στον συσχετισμό των δυνάμεων. Θέλοντας επομένως να καταλάβει τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές και τις συλλογικές συνειδήσεις που δίνουν το στίγμα στη νεοελληνική κοινωνία και ιστορία, αντί για τις κορυφές που τον γοήτευαν και την τομή που αποτέλεσε η Επανάσταση, βρέθηκε  να ιχνηλατεί τις (κοινωνικές) αδράνειες, τις συνέχειες, τις παραδοσιακότητες, τα βαρίδια, τις καθηλώσεις,τις αγκυλώσεις, τις στασιμότητες, τις νωθρότητες και τις αρχαϊκότητες (όλες οι λέξεις επανέρχονται διαρκώς στο έργο του), που υπερβαίνουν και ακυρώνουν το εκτόπισμα του νεωτερικού προτάγματος. Έχοντας, όπως είδαμε,  αντιστρέψει  από νωρίς το αξιακό δίπολο λόγιος/λαϊκός και έχοντας διερευνήσει τη διάχυση των νεωτερικών ιδεών, μεταθέτει βαθμιαία το στόχαστρο σε κομβικά ζητήματα της λαϊκής συντηρητικής ιδεολογίας, που έχει πυλώνα την Εκκλησία, στα συγχωροχάρτια και τους νεομάρτυρες λόγου χάριν[26]. Να θυμίσω στο σημείο αυτό πως το πρώτο τεύχος των Ιστορικών (1983), του περιοδικού που έστησαν με τον Σπύρο Ασδραχά και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο όταν και οι τρεις μεσουρανούσαν στον ιστοριογραφικό στίβο της Μεταπολίτευσης, επέλεξε ακριβώς να το εγκαινιάσει με την εμβληματική μελέτη του για τα συγχωροχάρτια – ακόμη μια κατασκευασμένη σειρά ψηφίδα την ψηφίδα, που επιβεβαιώνει και ποσοτικά τη δύναμη της δεισιδαιμονίας και της συντήρησης[27]. Και να θυμίσω ακόμη ότι στην εισήγηση της αναγόρευσης σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης, το 1994, επέλεξε να μιλήσει με θέμα «Μη μέταιρε όρια αιώνια ά έθεντο οι πατέρες. Θρησκευτικές πλαισιώσεις της νεοελληνικής συντηρητικής ιδεολογίας». Επέλεξε δηλαδή να αναδείξει την ιδεολογία της ακινησίας, με άξονα το «σύνθημα»  που συνιστά τον «ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η επίσημη ιδεολογία όπως εκφράστηκε από την ορθόδοξη εκκλησία των ανατολικών πατριαρχείων και στη συνέχεια, σε μεγάλο βαθμό και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, μέσα  από τις ωσμώσεις που έφεραν τη νεοελληνική εκκλησία να αποτελεί ουσιώδη παράγοντα στη διαμόρφωση των ιδεολογιών του κράτους»[28].

Μιλώντας ακριβώς για τις μετρήσεις στο πεδίο της πολιτισμικής ιστορίας λίγο πριν το τέλος, στο συνέδριο για την «Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002» που οργάνωσε το ΚΝΕ/ΕΙΕ το φθινόπωρο του 2002, καταθέτει ό,τι θα μπορούσε να είναι μια τελική αποτίμηση:

Εγώ προσωπικά κατάλαβα πάρα πολλά: θα πω ένα μόνο: κατάλαβα ότι αυτή η ιστορία, η ανοδική του νεοελληνισμού, που ξεκινάει από τη βαρβαρότητα της δουλείας και, μέσα από μια ανοδική πορεία, περνώντας από τον ελληνικό Διαφωτισμό, κορυφώνεται σ’ ένα σύγχρονο μοντέρνο κράτος, είναι ένας από τους μύθους τους οποίους δεν έχουμε καταρρίψει ακόμα. Και ότι ο ελληνικός Διαφωτισμός, με όλο το δυναμισμό του, με όλη την πρωτοτυπία, όλα τα μέτωπα τα καλά που άνοιξε, στάθηκε ένα πολύ μειοψηφικό φαινόμενο, όπως συνάγεται απ’ όλες τις δυνατές μετρήσεις, το οποίο έδοσε τον τόνο και την τονικότητα σε μια εποχή, αλλά την ώρα της σύγκρουσης δεν μπορούσε παρά να υποχωρήσει. Από την ανάσχεση του Διαφωτισμού φτάσαμε στον  κύριο Χριστόδουλο[29].

***

Αυτή η συνειδητοποίηση της ήττας στον προεπαναστατικό ιδεολογικό στίβο και των λογικών συνεπαγωγών της για τις μετέπειτα εξελίξεις, σε συνδυασμό με την επιλογή του Φ. Ηλιού να σταθμίζει τη δυναμική «μέσω της αδράνειας» –όπως προσφυώς το διατύπωσε ο Σπύρος Ασδραχάς στο «αμυδρό ιχνογράφημα» του φίλου του[30]–, είχε ως παράπλευρη συνέπεια σπανίως να τίθεται στο επίκεντρο των μελετών του η ελληνική επανάσταση καθ’ εαυτήν. Ο ιστορικός, ωστόσο,  που είχε ζυμωθεί με το ερώτημα ποιός έφταιξε που χάθηκε η νικηφόρα επανάσταση της δικής του εποχής (αλλά και πώς έχασε τον δρόμο της η Οκτωβριανή Επανάσταση), ο ίδιος που από νωρίς είχε κρατηθεί μακριά από τα εύκολα σχήματα του ’21 που προδόθηκε από τους αστοκοτζαμπάσηδες και τους Ευρωπαίους, δεν έπαψε φυσικά να στοχάζεται, υπόρρητα έστω, το «μείζον γεγονός». Έχοντας ήδη επιδοθεί στην πολυπρισματική μελέτη των «κοινωνικών συγκρούσεων» –όρο που προτιμά από την πάλη των τάξεων– και επιμένοντας να αναλύει σχεδόν μικροϊστορικά τις ιδεολογικές και κοινωνικές κρίσεις που προηγήθηκαν του Αγώνα, αναζητά τους λόγους της ανάπηρης επιτυχίας στα δομικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας.

Σταχυολογώ όσα εικονογραφούν τη διαμόρφωση του σχήματος που συναντήσαμε ήδη, ιστορώντας σε χρονολογική τάξη:

Σε μελέτες του δημοσιευμένες επί Δικτατορίας, όταν βρέθηκε και πάλι στο Παρίσι, σχολιάζοντας το χαμηλό ποσοστό των συνδρομητών «στις περιοχές που θα απαρτίσουν το νέο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος» (διαπίστωση ήδη παρούσα στην πτυχιακή εργασία του 1965) θεωρεί ότι αυτό εκφράζει «τους συμβιβασμούς, τα δράματα και τα αδιέξοδα που, από το ξεκίνημά του, σημάδεψαν την ιστορία του ελληνικού κράτους» (1969), ενώ τον ίδιο συσχετισμό απηχεί επίσης «και η έκβαση της Επανάστασης, η τόσο διαφορετική από αυτή που θέλησαν όσοι την ετοίμασαν και την οργάνωσαν» (1973)[31].

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, με τις αποσκευές γεμάτες από όσα κυοφορούνταν από καιρό, με τον δυναμισμό της πρώτης Μεταπολίτευσης και τη μαχητικότητα που υποκατέστησε την αλλοτινή στράτευση, ο Φ. Ηλιού κινείται δημιουργικά σε πολλαπλά επίπεδα: ιστορία του βιβλίου και Διαφωτισμός, διεισδυτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος ή του ελληνικού Εμφυλίου (1979/1980) και Γληνός (1983)[32], ενώ συγχρόνως, κατεξοχήν πολίτης-ιστορικός[33], δίνει διαρκώς το παρών με πολυάριθμες ποικιλότροπες παρεμβάσεις, που φέρουν όλες το στίγμα του ιστοριογραφικού του credo[34]. Εν έτει 1976, στα Γράμματα από το Άμστερνταμ μνημονεύει τα «ανατρεπτικά, επαναστατικά κινήματα που συγκλόνισαν τον ελληνισμό, χωρίς τελικά να ανατρέψουν την παραδοσιακή δομή της ελληνικής κοινωνίας»[35]. Την ίδια στιγμή εξαπέλυε, κατά μέτωπο πλέον, επίθεση στο κυρίαρχο σχήμα της προγενέστερης αριστερής ιστοριογραφίας για την ελληνική επανάσταση, κληροδοτώντας μας την έννοια της «ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας»[36] –και τη σύστοιχη «ιδεολογική χρήση της παράδοσης»[37]– και υποδεικνύοντας ex contrario τη μέθοδο που ο ίδιος προκρίνει: «Και στις δύο περιπτώσεις [Κορδάτου-Ζέβγου] έλειψε η συγκεκριμένη μελέτη και ανάλυση των πραγματικών οικονομικών μηχανισμών, των κοινωνικών δομών και των συλλογικών νοοτροπιών που θα επέτρεπαν να επισημανθεί ο πραγματικός χαρακτήρας των αντιθέσεων, των συγκρούσεων αλλά και των ισορροπιών που κυριάρχησαν μέσα στη νεοελληνική κοινωνία των χρόνων της Τουρκοκρατίας και μεταγενέστερα»[38]. Στηρίχτηκαν ιδίως  σε πληροφορίες της «αστικής» ιστοριογραφίας και έτσι εγκλωβίστηκαν από «τα οδηγητικά σχήματα» που ήθελαν να αμφισβητήσουν[39]. Αυτή η καταλυτική κριτική γίνεται πάντως χωρίς ο Φ. Ηλιού να παραγνωρίζει ούτε τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες έδρασαν όσοι είχαν άλλοτε υπηρετήσει τη στρατευμένη ιστοριογραφία ούτε την ανανεωτική λειτουργία που είχε, αρχικά τουλάχιστον, το έργο τους.

Σε σημειώσεις που συνοδεύουν το χειρόγραφο της εισήγησης στην Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη, στις 24 Νοεμβρίου 1976, με θέμα «Τα ιδεολογικά ρεύματα τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης»[40], το οποίο δημοσιεύεται εδώ σε διπλανή στήλη για πρώτη φορά (https://aski1821.gr/ta-ideologika-reymata-stis-paramones-tis-ellinikis-epanastasis-toy-filippoy-ilioy/), το λανθάνον ερώτημα γίνεται ρητό:

Γιατί η έκβαση είταν αυτή που περιγράφουμε; Αν μπορούμε ν’ απαντήσουμε θα έχουμε μια πρώτη απάντηση και στο ερώτημα γιατί η Επανάσταση είχε τα αποτελέσματα που είχε. Γιατί τελικά κάτι δεν πήγε καλά με την Επανάσταση έτσι που (κενό) και έτσι που έγινε. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται με ιδέες γίνονται κυρίως με δυνάμεις. Και αυτό ακριβώς που έλειψε στο Διαφωτισμό είταν οι δυνάμεις που θα τον στήριζαν. Υπήρχε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στην ακτινοβολία των νέων ιδεών και στην πραγματική δύναμη των κοινωνικών ομάδων που την στήριζαν.

Στο δε τέλος της ίδιας της εισήγησης σημειώνει:

(…) παρά το κύρος των ηγετών του, παρά την ακτινοβολία των ιδεών του, παρά τον ηγεμονικό ρόλο που έδειχνε ότι έπαιζε στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν κατόρθωσε ποτέ να ριζώσει γερά στην ελληνική γη. Οι βάσεις του βρίσκονταν έξω από την Ελλάδα, στις παροικίες. Μέσα στον ελλαδικό χώρο και μέσα στον ευρύτερο χώρο της τουρκοκρατούμενης Ανατολής ο νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν κατόρθωσε να ανατρέψει ουσιαστικά, τις υπάρχουσες δομές και τις υπάρχουσες ισορροπίες. Έμεινε έτσι κι ο ίδιος εκδήλωση λαμπερή αλλά περιφερειακή. Οι μεγάλοι όγκοι των ελληνικών πληθυσμών εξακολουθούν ώς την Επανάσταση, να ζουν σταθερά μέσα στην επανάληψη των παραδοσιακών οικονομικών και κοινωνικών σχημάτων. Οι αστικές κοινωνικές ομάδες που εξέθρεψαν τον Διαφωτισμό δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν ούτε τον δικό τους μετασχηματισμό, ούτε το μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Από την άποψη αυτή προδιάγραψαν και τα όρια του διαφωτιστικού κινήματος και την τελική του μερική αποτυχία.

Οι ίδιες θέσεις κωδικοποιούνται το 1978 στη  σύνοψη νέας εισήγησης με τον εύγλωττο τίτλο «Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Νεωτεριστικές προκλήσεις και παραδοσιακές αντιστάσεις»:

(…) παρά τις σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις του 18ου αιώνα, δεν είχαν διαμορφωθεί οι όροι και οι προϋποθέσεις για τον αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας. Η επιβίωση του παραδοσιακού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού ευνοούσε και υπερπροσδιόριζε την αναπαραγωγή του παραδοσιακού ιδεολογικού σχηματισμού.  Όση κι αν ήταν η ζωντάνια της μικρής και μαχητικής πρωτοπορίας του νεοελληνικού Διαφωτισμού, όσος κι αν ήταν ο δυναμισμός και η ακτινοβολία της, δεν μπορούσε να μετασχηματίσει τις οικονομικές και τις οικονομικές και τις κοινωνικές δομές μέσω της ιδεολογίας. (…) H νέα ιδεολογική σύνθεση, ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, που θα εκφράσει την κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία, στα χρόνια του ελεύθερου κράτους, θα πραγματοποιηθεί προοδευτικά, μέσα από την πολλαπλή άρνηση και απόρριψη των νέων αντιλήψεων που το κίνημα του Διαφωτισμού θέλησε να εισαγάγει στην ελληνική κοινωνία[41].

Το 1980, στη συνθετικότερη μελέτη του για την «πνευματική συγκυρία»[42] των χρόνων 1819-1821, επαναλαμβάνει: «το κίνημα του Διαφωτισμού, μέσα σε μια πολλαπλά δυσμενή συγκυρία, έδινε και έχανε, χωρίς να υποστέλλει τις σημαίες του, τη μεγάλη μάχη που του είχαν επιβάλει οι συνασπισμένοι, αυτή τη φορά, αντίπαλοί του». «Οι παραδοσιακές αδράνειες, συνεπικουρούμενες από την επίσημη ιδεολογία της Εκκλησίας, είταν σε θέση να περιθωριοποιούν τα ανανεωτικά κινήματα»[43]. Και δύο χρόνια αργότερα, το 1982, σε συνομιλία με τον Κ. Θ. Δημαρά που πρόσφατα επανέφερε στην αγορά των ιδεών ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, επιμένει:

(…) έχουμε τον νεοελληνικό Διαφωτισμό να δίνει έναν τόνο στην πνευματική ζωή, αλλά πάντως εκείνο που κυριαρχεί είναι τα συντηρητικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Και τελικά και η έκβαση της Επανάστασης, αυτή η μεγάλη απογοήτευση των ανθρώπων που την  οραματίστηκαν, η απογοήτευση από το αποτέλεσμά της, ξεκινά απ’ το ότι δεν ήταν ισχυρές τόσο ισχυρές οι κοινωνικές ομάδες που στήριξαν τα ανανεωτικά κινήματα για να μπορέσουν να επιβάλουν τις δικές τους λύσεις[44].

***

Με κληρονομημένη από την κομμουνιστική του σκευή την αισιοδοξία της βούλησης –η δημιουργία, εκτός των άλλων, των ΑΣΚΙ σε αυτήν έχει τις ρίζες της–, ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού έκτισε με τα εργαλεία της δουλειάς του την απαισιοδοξία της γνώσης για τις δυσπλασίες που διαιωνίζονται, υπονομεύοντας το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.  Και μέσα σε αυτό το στερέωμα, στο οποίο είχε συνομιλητή μεταξύ άλλων τον Παναγιώτη Κονδύλη[45], η ελληνική επανάσταση στα καθέκαστά της, από κεντρικό ζητούμενο της νιότης του, πέρασε σε μια ιδιότυπη, σχεδόν ηχηρή σιωπή. Μια σιωπή μέσα από την οποία όμως αντηχεί η κοινωνική σημασία που εκείνος αποδίδει στο ’21, με τους όρους του Μαρξ και του Γκράμσι: η καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεων και των αντίστοιχων κοινωνικών σχέσεων, ο λειψός αστικός μετασχηματισμός, δεν επέτρεψε στο πιο ριζοσπαστικό τμήμα της διανόησης να κερδίσει την ηγεμονία –εκείνη ακριβώς που έθετε ως προϋπόθεση εκ των ών ουκ άνευ και ο ηγέτης του κινήματος Κοραής[46]–, με αποτέλεσμα τους μεταγενέστερους τελεσφόρους συγκερασμούς και το ελληνοχριστιανικό ιδεολογικό αμάλγαμα εντός του οποίου ακόμη κολυμπούμε.

Άνθρωπος του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού ο ίδιος[47],  που επιζητούσε τη διανοητική ελευθερία και την αποδέσμευση από κάθε λογής φενακισμούς, ενώ «διεμβόλισε» τη στρατευμένη ιστοριογραφία, από τη μήτρα της οποίας προέκυψε, με την ιστοριογραφική και πολιτική του παρέμβαση –κατά την εύστοχη διατύπωση του Βασίλη Παναγιωτόπουλου[48]–, μοιάζει να διακατέχεται από τη νοσταλγία που διακρίνει στον Κ. Θ. Δημαρά «για μια μεγάλη επανάσταση που εξαγγέλθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και δεν έγινε» (1985)[49]. Πριμοδοτώντας, εξάλλου, τη μελέτη των φαινομένων στη μέση και μακρά διάρκεια, σταθμίζοντας και αναδεικνύοντας τις χρόνιες υστερήσεις και τις πανταχού παρούσες αρχαϊκότητες και συνέχειες στη θέση της αδιαμφισβήτητης τομής, υπονομεύοντας, τέλος, έναν ακόμη μύθο, την ευθύγραμμη διαδοχή Φώτων-Επανάστασης-Ελληνικού Κράτους, το ιστοριογραφικό σχήμα του Φίλιππου Ηλιού, προκλητικά, βρέθηκε για άλλη μια φορά στον αντίποδα του εθνικού μας ναρκισσισμού που καλά κρατεί και του success story στις ποικίλες εκδοχές του. Αν είχε την τύχη 90χρονος να  συνεορτάζει μαζί μας τα 200 χρόνια από τον Αγώνα, υποθέτω πως με χίλες δυο ευκαιρίες θα συνέχιζε να βάζει υπομειδιώντας φιτίλια στις μακάριες βεβαιότητες. Και είμαι σίγουρη πως θα γλένταγε με τις απομυθευτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις όσων έχουν παραλάβει τη σκυτάλη, αλλά και όσων διαβάζουν με αναστοχαστική και κριτική ασέβεια τα δικά του κείμενα. Γιατί αν κάτι κράτησε από τη μεγάλη ουτοπία του 20ού αιώνα ώς την ύστατη στιγμή ήταν η πεποίθηση πως η αλήθεια είναι επαναστατική.

Διαβάστε, παράλληλα, την εισήγηση του Φίλιππου Ηλιού «Τα ιδεολογικά ρεύματα της Ελληνικής Επανάστασης» (1976).

Ευχαριστώ πολύ τη Μαρία Ηλιού για τη γενναιόδωρη παραχώρηση των σχετικών με το θέμα φακέλων από τα κατάλοιπα του Φ. Ηλιού, καθώς και για την άδεια να δημοσιευτεί το κείμενό του που συναρτάται με το μελέτημα αυτό.

[1] Δημοσιεύματα και βιβλία όλων (πλην Ζέβγου), χρονολογημένα από το 1943 κ.εξ., μνημονεύονται στη βιβλιογραφία της εργασίας του για τον Κοραή στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Για πρόσωπα και ιδέες που αναφέρονται σε αυτή τη συνάφεια χρήσιμη είναι η μελέτη του Παναγιώτη Στάθη «Το Εικοσιένα στην αριστερή ιστοριογραφία του 20ού αιώνα», στο Δημήτρης Δημητρόπουλος – Βαγγέλης Καραμανωλάκης (επιμ.),  Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, Αθήνα, ΑΣΚΙ – Η Αυγή, 2014, σ. 29-44. Πβ. και τις εισαγωγές και το τεκμηριωτικό υλικό στον δικτυακό τόπο των ΑΣΚΙ «Αριστερά και ’21»  https://aski1821.gr/.

[2] Φίλιππος Ηλιού, Ψηφίδες ιστορίας και πολιτικής του 20ού αιώνα, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου –  Στρατής Μπουρνάζος – Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Πόλις, 2007, σ. 251 (α’ δημοσίευση της εισήγησης: 2002).

[3] Βλ. τη μαρτυρία της Φώφης Λαζάρου, π. Αρχειοτάξιο, τχ. 5, Μάιος 2004, σ. 69-70.

[4] Βλ. Φίλιππος Ηλιού, Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον 20ό αιώνα, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003 (ανακοίνωση: 1983, α’ δημοσίευση: 1984), σ. 63 κ.εξ. Τα παραθέματα στη συνέχεια από τις σ. 69, 75, 77, 80-81. Εδώ (σ. 78) και ο όρος «μαρξιστογενής λαϊκισμός».

[5] Βλ. Άννα Ματθαίου – Πόπη Πολέμη, «Φίλιππος Ηλιού (1931-2004)», π. Αρχειοτάξιο, τχ. 5, Μάιος 2004, σ. 5-9 (στη σύντομη βιογράφηση εκτίθενται και τα σχετικά τεκμήρια). Ακολουθεί (σ. 11-33) η εργογραφία του Φ. Ηλιού.

[6] «Ο Αλέξης κρύβεται…», π. Αρχειοτάξιο, ό.π., σ. 89-91.

[7] Πβ. τη μαρτυρία του Κώστα Φιλίνη, π. Αρχειοτάξιο, ό.π., σ. 77.

[8] Δημοσιεύτηκε αυτοτελώς ως πρωθύστερο ανάτυπο 95 σελίδων του τόμου Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραήν, ο οποίος κυκλοφόρησε ολοκληρωμένος το 1965. Για τη μικρή  εκδοτική  περιπέτεια του εντύπου αυτού βλ. Π. Πολέμη, Με σεβασμό και ασέβεια (βλ. εδώ, σημ. 10), σ. 36-37.

[9] Πβ. Αικατερίνη Κουμαριανού, «Η πρώτη εμφάνιση», π. Τα Ιστορικά, τχ. 42, Ιούνιος 2005, σ. 4-6.

[10] Βλ. Πόπη Πολέμη, «Με σεβασμό και ασέβεια. Ο Φίλιππος Ηλιού αναγνώστης και εργογράφος του Κ. Θ. Δημαρά», Με σεβασμό και ασέβεια. Ένα κείμενο και ένα χατίρι για τον Φίλιππο Ηλιού και τον Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Μουσείο Μπενάκη, 2009, σ. 9-49, όπου δημοσιεύονται αυτά τα σχόλια, τεκμήρια της πολύτροπης σχέσης Ηλιού-Δημαρά για την οποία πβ. και Νίκος Χατζηνικολάου, «Φίλιππος Ηλιού, Κ. Θ. Δημαράς: Ανόμοιοι», π. Τα Ιστορικά, τχ. 41 Δεκέμβριος 2004, σ. 379-395 (έχει προηγηθεί, με ανάλογες αιχμές, η ομιλία του ίδιου «Ο Φίλιππος Ηλιού Επιτίμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης», π. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 84, Απρίλιος 2004, σ. 23-27).

[11] Πβ. τον τελευταίο πνευματικό του οβολό, όπου Κοραής και Δημαράς συνδυάζονται σε έναν συμβολικό αποχαιρετισμό: Φίλιππος Ηλιού, «Αθανάσιος Πάριος και Διαμαντής Κοραής: Μια έκδοση σχεδιασμένη από τον Κ. Θ. Δημαρά», π. Τα Ιστορικά, τχ. 39, Δεκέμβριος 2003 [=Ιανουάριος 2004], σ. 307-312.

[12] Βλ. τη  «Βιβλιογραφία Αδαμαντίου Κοραή» (1771-1985) στο  τμήμα του αρχείου του Φ. Ηλιού που απόκειται στο Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» στην Εθνική Βιβλιοθήκη (5.1α-γ)˙ πβ.  Τα Τετράδια Εργασίας του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού  2, Αρχείο Φίλιππου Ηλιού, Επιμέλεια: Ειρήνη Ριζάκη, Αθήνα 2015 , προσβάσιμο στη διεύθυνση http://www.benaki.gr/Bibliology/links/Archeio_F_Iliou.pdf. Την κοραϊκή βιβλιογραφία έχει αναλάβει να επεξεργαστεί προς έκδοση ο Όμιλος Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού (ΟΜΕΔ).

[13] Βλ. επίσης «Στην τροχιά των Ιδεολόγων. Κοραής – Daunou – Φουρναράκης», π. Χιακά Χρονικά, τ. Ι’, 1978, σ. 36-68 και «Από την κριτική στην άρνηση της παράδοσης: η περίπτωση του Κοραή», στον τόμο Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα, ΟΜΕΔ, 1995, σ. 249-256.

[14] «Από την κριτική στην άρνηση της παράδοσης…», ό.π., σ. 251.

[15] «Νεοελληνικός Διαφωτισμός: η νεωτερική πρόκληση», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 2, Αθήνα 2003, σ. 9-26: 21.

[16] Βλ. Φ. Ηλιού, «Ένα περιοδικό και μια εποχή. Τα κοινωνικά συμφραζόμενα του Ανταίου», Ψηφίδες, ό.π., σ. 258-263.

[17] Πλούσιο υλικό, σημειώσεις και σχέδια, βρίσκεται στα κατάλοιπά του. Πβ. και Αρχείο Φ. Ηλιού (ό.π., 4.6).

[18] Δακτυλόγραφο αντίγραφο με χειρόγραφες διορθώσεις. Πβ. και δεύτερο αντίγραφο στο Αρχείο του, μαζί με πληθώρα σχετικών δελτίων και σημειώσεων (ό.π., 4.2 και 4.10, 4.15). Όντας στη Μακρόνησο, το καλοκαίρι του 1954, ζητά «σύγχρονη και παλιότερη βιβλιογραφία στα γαλλικά και στα εγγλέζικα πάνω σε αντίστοιχα θέματα γενικά και ειδικά: συγκεκριμένα Ιερή εξέταση, αφορισμοί. Ιδιαίτερα ενδιαφέρομαι για ό,τι σχετικό έχει παρουσιάσει ο κύκλος της Pensée [: διεπιστημονικό περιοδικό που εξέδιδαν γάλλοι κομμουνιστές διανοούμενοι]»: Μαρία Ηλιού,  «Για τον Λέοντα Καραπαναγιώτη και μια παλιά του μετάφραση του Μαγιακόφσκι», π. Αρχειοτάξιο, τχ. 8, Μάιος 2006, σ. 187. Τα περί καταδικών και αφορισμών έχουν χωνευτεί σε πολλές μεταγενέστερες μελέτες˙ πβ. ιδίως Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου. Οι προεπαναστατικές κρίσεις και ο Νικόλαος Πίκκολος, Αθήνα, Πορεία, 1988 (α’ δημοσίευση: 1980) και «Η πατριαρχική καταδίκη του Ρήγα», π. Τα Ιστορικά, τχ. 27, Δεκέμβριος 1997 [=1998].

[19] Από τη μακρά ενασχόληση με τον Παμπλέκη θα κοινοποιηθεί μόνο,  δεκαετίες αργότερα, ένα σχετικά σύντομο κείμενο στην εφ. Η Αυγή (22 Φεβρουαρίου 1976, με τίτλο «Η ακραία περίπτωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Χριστόδουλος Ευσταθίου Παμπλέκης») και η μελέτη «Η σιωπή για τον Χριστόδουλο Παμπλέκη», π. Τα Ιστορικά, τχ. 4 Δεκέμβριος 1985, σ. 442-455. Στο Αρχείο του (ό.π., 2.21), μαζί με άφθονο σχετικό υλικό, σώζεται και το δοκίμιο της σχεδιαζόμενης επανέκδοσης του έργου του Παμπλέκη Απάντησις ανωνύμου προς τους αυτού άφρονας κατηγόρους, επ’ ονομασθείσα περί θεοκρατείας (1793).

[20] Ο λόγος για τη μελέτη Κοινωνικοί αγώνες και Διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης (1819), Μετάφραση: Ιωάννα Πετροπούλου, Αθήνα, ΕΜΝΕ-Μνήμων, 21986 (11981). Την προϊστορία της μελέτης αυτής εκθέτει ο Φ. Ηλιού στην ακροτελεύτια «Σημείωση» (σ. 53-54). Σημειωτέον ότι στο Αρχείο του Φ. Ηλιού (ό.π., 4.21), μαί με πληθώρα άλλου συναφούς υλικού, σώζονται σημειώσεις της πρώτης εκδοχής της εισήγησης στο ΚΜΜΕ.

[21] Η διατύπωση στις Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου (βλ. εδώ, σημ. 24), σ. 381.

[22] Ανάλογο τίτλο έχει ο έπαινος που απευθύνει στον Κ. Θ. Δημαρά το 1985˙ βλ. τώρα Φίλιππος Ηλιού, «Ιστορία των κορυφών και Ιστορία των μέσων όρων», Οι ασέβειες του ιστορικού. Τρία κείμενα για τον Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα, Ερμής, 2003, σ. 13-38.

[23] Για τo  «ποσοτικό στο τρίτο επίπεδο» ο ίδιος παραπέμπει στον Pierre Vilar και τον Pierre Chaunu (Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, ό.π., σ. 117,126, 321) .

[24]Προηγείται η διπλωματική εργασία του, La lecture en Grèce à l‘époque des Lumières et de la Révolution (1749-1832). Étude des souscriptions aux éditions en langue grecque, Diplôme de l’Ėcole Pratique des Haiutes Ėtudes. VI Section Directeur d’ĖtudesQ Robert Mandrou, 1964,  και ακολουθούν σχετική εισήγηση σε συνέδριο του 1969 και αλλεπάλληλα δημοσιεύματα μετά τη  Μεταπολίτευση στο π. Ο Ερανιστής (1976 κ.εξ.). Βλ. τώρα Φίλιππος Ηλιού, Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου – Στρατής Μπουρνάζος – Πόπη Πολέμη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005, όπου συγκεντρώνονται όλα τα βιβλιολογικά δημοσιεύματά του. Καρπός της ενασχόλησης του ίδιου με τους συνδρομητές είναι και η ηλεκτρονική βάση με περίπου 1.000.000 εγγραφές, η οποία απόκειται στο Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού».

[25] Καταστατική μελέτη του για το ελληνικό βιβλίο στην Τουρκοκρατία, η εισαγωγή του στις Προσθήκες στην Ελληνική Βιβλιογραφία. Α. Τα βιβλιογραφικά κατάλοιπα του E. Legrand και του H. Pernot (1515-1799), Αθήνα, Διογένης, 1973, θέτει όλα τα ζητήματα –επανεκδόσεων, τιράζ αλλά και διωγμών εκ μέρους της εκκλησίας– που θα αναπτύξει με επιμονή σε αλλεπάλληλες επιμέρους μελέτες στη συνέχεια. Βλ. τώρα όλα τα κείμενα στον τόμο Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, ό.π. (το παράθεμα στη σ. 16).

[26] Από το άφθονο υλικό για τους νεομάρτυρες που βρίσκεται στο Αρχείο του (ό.π. 4.41, 4.51, 4.52, 4.53) μικρό αλλά ενδεικτικό αποτύπωμα στην εργογραφία του η μελέτη «Πόθος μαρτυρίου: από τις βεβαιότητες στην αμφισβήτηση του Μ. Γεδεών. Συμβολή στην ιστορία των νεομαρτύρων», π. Τα Ιστορικά, τχ. 23, Δεκέμβριος 1995 [=1996], σ. 267-284.

[27] Η μελέτη ολοκληρώνεται σε δύο μέρη: τχ. 1, Σεπτέμβριος 1983, σ. 35-84 και τχ. 3, Μάιος 1985, σ. 3-44.

[28] Το κείμενο της εισήγησης δεν έχει δημοσιευτεί. Το παράθεμα από κείμενο του 2000, με τίτλο «Δογματισμός και αυθεντία στις διαδρομές του νεοελληνικού στοχασμού», τώρα στον τόμο Ψηφίδες, ό.π., σ. 95-101: 98.

[29] Ψηφίδες, ό.π., σ. 551-552 (α’ δημοσίευση 2004: εισήγηση απομαγνητοφωνημένη μετά θάνατον, με τίτλο: «Ιστοριογραφικές ανανεώσεις. Το βιβλίο, οι αναγνώστες, η ανάγνωση: το ποσοτικό στο τρίτο επίπεδο»). Θυμίζω εδώ ότι οι μετρήσεις για το βιβλίο, τους αναγνώστες και την ανάγνωση εξακολούθησαν και αυτές ώς το τέλος: εκπρεπές παράδειγμα η εισαγωγική μελέτη στον Α’ τόμο της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα (1998), με τίτλο «Το ελληνικό βιβλίο στα χρόνια της ακμής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», τώρα στον τόμο Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, ό.π., σ. 51-108.

[30] π. Τα Ιστορικά, τχ. 40, Ιούνιος 2004, σ. 7-14: 10.

[31] Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, ό.π., σ. 118 και 31 αντίστοιχα.

[32] Βλ. αφενός τον τόμο Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου – Στρατής Μπουρνάζος – Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004 (α’ δημοσίευση: 1979-1980) και Δημήτρης Γληνός, Άπαντα, Εκδοτική φροντίδα:  Φίλιππος Ηλιού, 2 τ., Αθήνα, Θεμέλιο, 1983.

[33] Με αυτόν τον τίτλο επιγράφει ο ίδιος τη νεκρολογία του Νίκου Σβορώνου (Ψηφίδες, ό.π., σ. 423-425, α’ δημοσίευση: 1989) και αυτός είναι ο κεντρικός άξονας της βιοτής του Φίλιππου Ηλιού, όπως γίνεται αντιληπτό από τις ποικίλες παρεμβάσεις του που αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, στον τόμο Ψηφίδες, ό.π. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτόν τον έπαινο του απεύθυνε ο Γιώργος Γραμματικάκης κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα (το κείμενο της ομιλίας του, με τίτλο «Μια ιστορία με συνείδηση των καθηκόντων της», δημοσιεύεται στον τόμο Κοσμογραφήματα, Αθήνα, Πόλις, 82002, σ. 229-232. Πβ. και Άγγελος Ελεφάντης – Στρατής Μπουρνάζος, «Την εποχή των συλλαλητηρίων: ο πολίτης και ο ιστορικός αντιμέτωπος με τις “αρχαϊκότητες” της ελληνικής κοινωνίας», π. Τα Ιστορικά, τχ. 41, Δεκέμβριος 2004, σ. 345-356.

[34] Πβ. ενδεικτικά πώς η θητεία στην ποσοτική ιστορία τού προσφέρει τα εργαλεία για να καταλάβει και να υποστηρίξει (1989) ποια θα μπορούσε να είναι η χρήση των φακέλων αν η «πυρομανής και απαίδευτη, εσωστρεφής και επαρχιώτικη» Ελλάδα δεν είχε σπεύσει να τους κάψει (Ψηφίδες, ό.π., σ. 32-44).

[35] «Από την παράδοση στο Διαφωτισμό:  η μαρτυρία ενός παραγιού», εισαγωγή στο Σταμάτης Πέτρου, Γράμματα από το Άμστερνταμ, Επιμέλεια:  Φίλιππος Ηλιού, Αθήνα, Ερμής, 1976 (το παράθεμα στη σ. ι’).

[36] «Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας: σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου – Ζεύγου», Ψηφίδες, ό.π., σ. 197-2007 (α’ δημοσίευση: 1976 στο π. Αντί, όπου είχαν προηγηθεί, στα τχ. 43, 44 και 46, ορισμένα από τα κείμενα του Κορδάτου και του Ζέβγου με θέμα «Ο χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821» και παρουσίαση του Φ. Ηλιού).

[37]«Η ιδεολογική χρήση της παράδοσης», Ψηφίδες, ό.π., σ.210-214 (α’ δημοσίευση: 1979).

[38] «Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας…», ό.π., σ. 204.

[39] Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού, ό.π., σ. 66.

[40] Σώζεται στο Αρχείο του Φ. Ηλιού (ό.π., 4.1).

[41] Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Ιδρυτής:  Σχολή Μωραΐτη, αρ. 2, 1978, σ. 107-113: 112-113. Πρόκειται για σύνοψη της ομιλίας που έγινε στις 18 και 21 Απριλίου 1978.

[42] Τον όρο της «πνευματικής συγκυρίας», τον οποίο χρησιμοποιεί συχνά, τον δανείζεται από τον  Pierre Vilar (βλ. Φ. Ηλιού, Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, ό.π., σ. 118).

[43] Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου (α’ δημοσίευση: 1980), ό.π.,  σ. 7 και 28.

[44] Κ. Θ. Δημαράς – Φίλιππος Ηλιού, Η ιδεολογική προπαρασκευή της Επανάστασης. Μια ραδιοφωνική συνομιλία, Επίμετρο: Γιάννης Παπαθεοδώρου, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1920, σ. 15 (η συνομιλία στο Α’ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας το 1982 και η α’ δημοσίευση το 1991). Ας σημειωθεί εδώ ότι έχουμε δεσμευτεί από κοινού με την Άννα Ματθαίου και τον Στρατή Μπουρνάζο να ολοκληρώσουμε τα ‘άπαντα’ του Φ. Ηλιού με έναν τόμο που θα περιέχει όλα τα κείμενά του για τον Διαφωτισμό και τον Αντιδιαφωτισμό, σε συνέχεια των τριών προηγούμενων τόμων που εκδώσαμε μετά το θάνατό του (Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, Ιστορίες του ελληνικού βιβλίο, Ψηφίδες).

[45] Πβ. τη νεκρολογία του πρωτοδημοσιευμένη το 1998, τώρα στον τόμο Ψηφίδες, ό.π., σ. 447-450 (με τίτλο «Οι πνευματικοί βηματισμοί του Παναγιώτη Κονδύλη»). Για την κοινή εκτίμηση της ήττας εκ μέρους των Ηλιού και Κονδύλη βλ. Νίκος Χατζηνικολάου, «Προσβάσεις στον νεοελληνικό Διαφωτισμό: Δημαράς –  Κονδύλης – Ηλιού», στον τόμο Χρήστος Λούκος (επιμ.), Κοινωνικοί Αγώνες και Διαφωτισμός. Μελέτες αφιερωμένες στον Φίλιππο Ηλιού, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2007, σ. 135-154:151-152.

[46] Ο Φ. Ηλιού υπογραμμίζει ότι ο Κοραής, και όταν είχε «αρχίσει να οικοδομείται, με τον τρόπο που οικοδομήθηκε, η ελεύθερη ελληνική πολιτεία», διατύπωνε τον μόνιμο φόβο πως οι ελληνικές παραδοσιακές δυνάμει είχαν, ακόμη, τη δυνατότητα να επιβάλλουν λύσεις αντίθετες προς τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των ανακαινιστών»: «Από την κριτική στην άρνηση της παράδοσης…», ό.π., σ. 252.

[47] Αυτός είναι ένας από τους βασικούς κοινούς παρονομαστές στις πολύτιμες μαρτυρίες και μελέτες που δημοσιεύτηκαν στη μνήμη του στα πλούσια αφιερώματα του π. Αρχειοτάξιο (τχ. 6, Μάιος 2004) και Τα Ιστορικά (τχ. 40, Ιούνιος 2004, 41, Δεκέμβριος 2004 και 42, Ιούνιος 2005). Και ας υπομνηστεί έστω στην κατακλείδα αυτού του κειμένου πως όσα αναπτύσσονται εδώ δεν είναι πρώτη φορά που διατυπώνονται. Απλώς είναι η τονικότητα του ερωτήματος ως προς την Επανάσταση που ανακατανέμει την τράπουλα και αναδεικνύει ορισμένες πτυχές της διαδρομής και της εργογραφίας του Φίλιππου Ηλιού.  Ούτως ή άλλως οι σκέψεις αυτές διασταυρώνονται με τις συμβολές φίλων και ομοτέχνων του Φίλιππου στις οποίες έχει ήδη παραπεμφθεί ο αναγνώστης, αλλά και με όλα τα κείμενα που συνθέτουν ιδίως το αφιέρωμα των Ιστορικών (βλ. κατά κύριο λόγο στη συνάφεια αυτή τα μελετήματα των Σπύρου Ασδραχά, Νίκου Καραπιδάκη, Πασχάλη Κιτρομηλίδη, Κώστα Λάππα, Πάνου Μουλλά, Μαριλίζας Μητσού, Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Αλέξη Πολίτη, Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη, Κατερίνας Τρίμη-Κύρου, Νίκου Χατζηνικολάου).

[48] «Η “επιστήμη της ιστορίας“ ως πολιτική πράξη στο έργο του Φίλιππου Ηλιού», π. Τα Ιστορικά, τχ. 42, Ιούνιος 2005, σ. 7-14: 8

[49] Οι ασέβειες του ιστορικού, ό.π., σ. 28.