Ο Σπύρος Ασδραχάς για το 1821, του Δημήτρη Δ. Αρβανιτάκη

Ένα ανυπόγραφο κείμενο του Σπύρου Ασδραχά (1963) και ένα άρθρο του Δημήτρη Αρβανιτάκη για τη σχέση του Σπ. Ασδραχά με το 1821

Ιστορικοποίηση των ερωτημάτων και πλαισίωση των δεδομένων

Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης, ιστορικός, Μουσείο Μπενάκη

Η ιστορία του νέου ελληνισμού έμεινε ιδιωτική υπόθεση· και σαν ιδιωτική υπόθεση αναπτύχθηκε ανισόμερα και αμέθοδα: δίπλα σε κάποιες κατακτήσεις, πραγματοποιούμενες κυρίως στην ιστορία της παιδείας, στην έκδοση περιγραφικού υλικού, στην προσωπογραφία, δίπλα σε μερικές μετρημένες στα δάχτυλα προωθημένες επιδόσεις –που η στάση της πολιτείας απέναντι στους φορείς τους δεν ήταν μόνο ουδέτερη αλλά εχθρική– υπάρχουν χαοτικά κενά· κενά στην κοινωνική και οικονομική ιστορία, κενά θεμελιώδη αναφορικά με τη γνώση των μη ελληνόγλωσσων πηγών – είτε τουρκικές είναι οι πηγές αυτές, είτε ευρωπαϊκές. Ασυγχώρητη άγνοια των σλαβικών γλωσσών εμποδίζει τη γνώση των ερευνών που γίνονται στα γειτονικά κράτη, ασυγχώρητη έλλειψη επιστημονικών επαφών με τους Τούρκους επιστήμονες προκαλεί πλήρη σχεδόν άγνοια των πολύτιμων για τις σπουδές μας ερευνών τους, επιφέρει άμβλυνση των ερευνητικών αιτημάτων εκείνων, που αν πραγματοποιούνταν θα εξασφάλιζαν ένα υλικό πάνω στο οποίο θα ήταν δυνατό να στηριχτεί μια ευπρόσωπη ιστορική επιστήμη του νέου ελληνισμού.

Έτσι σκιαγραφούσε ο Σπύρος Ασδραχάς την κατάσταση της ελληνικής ιστορικής επιστήμης το 1963 («25η Μαρτίου, μια επέτειος χωρίς αντίκρυσμα»), περιγράφοντας, από την ανάποδη, τις βασικές αρχές μιας ερευνητικής κατεύθυνσης που εκείνος είχε χαράξει, πολύ ενωρίς, προτού ακόμα εμπλακεί με ακαδημαϊκούς ή ερευνητικούς θεσμούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα ερευνητικό πεδίο το οποίο απλωνόταν στη μελέτη της κοινωνίας και της οικονομίας, του κόσμου των ιδεών και της παιδείας κατά τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα, με συνεχή μέριμνα για τους τρόπους εκβολής τους στον χρόνο και στον τόπο της Επανάστασης: ο κόσμος των κλεφτών και των αρματολών, οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί και το νόημα των συγκρούσεών τους στην εποχή της κατάκτησης, ο ρόλος της οικονομίας, οι μεταλλαγές της συνείδησης, ο Ρήγας, ο Παναγιώτης Ζωγράφος και ο Μακρυγιάννης, τα Απομνημονεύματα του τελευταίου (1957)…

Στο επίπεδο της μεθόδου, είχε εξαρχής αναδείξει την ανάγκη ιστορικοποίησης των εννοιών και των ερωτημάτων, μακριά από την ιδεολογικοποίηση της ιστορίας, τον «εκσυγχρονισμό των πηγών» και τις «ψυχοκινητικές ερμηνείες». Σε αντίθεση με την «ακαδημαϊκή» ιστοριογραφία και με σαφή επιδίωξη την «επιστημονικοποίηση του μαρξισμού», στράφηκε στη μελέτη της κοινωνικής, της πνευματικής, της οικονομικής ιστορίας, δίχως ποτέ να δώσει τα πρωτεία σε κάποια από αυτές τις ερευνητικές κατευθύνσεις. Παράλληλα, θεώρησε αδιαπραγμάτευτη την ανάγκη πλαισίωσης της ελληνικής ιστορικής επιστήμης: μόνο η επικοινωνία της με τις συναφείς κατακτήσεις της τουρκικής επιστήμης και των άλλων βαλκανικών χωρών, αλλά και η ένταξη των ιστορικών προβλημάτων του ελληνικού χώρου στο ευρύτερο (άρα, όχι μόνο «ελληνικό») πλαίσιο που όριζε η κατάκτηση, θα καθιστούσαν δυνατή τη συνολικότερη, άρα επιστημονικότερη κατανόησή τους: επιβλητικότατη απόδειξη αυτού η έκδοση του συλλογικού τόμου, με δική του επιμέλεια Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ιε΄-ιθ΄ αι. (1979).

Αυτονόητα, λοιπόν, κατάλαβε ότι για να μελετήσει κανείς το 1821 ήταν ανάγκη να γυρίσει πίσω, να παραμερίσει την καθησυχαστική «εξιστόρηση», αναπροσανατολίζοντας την έρευνα στην κατεύθυνση της κατανόησης των μηχανισμών, των συνεχειών και των ασυνεχειών που ορίζουν την ‒ενιαία μεν ποικίλη δε‒ γραμμή του ιστορικού χρόνου.

Αναρωτήθηκε, για παράδειγμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950: τι ήταν οι κλέφτες και τι οι αρματολοί; Μακριά από τον εθνικορομαντικό μύθο του α-ιστορικού ηρωοποιημένου/ ομογενοποιημένου εθνικού παρελθόντος, και με την πρωτότυπη επιχειρησιακή έννοια της «πρωτόγονης επανάστασης», του κόσμου των κλεφτών δηλαδή (από το 1956, προτού γνωρίσει τους Ληστές του Χομπσμπάουμ), διέκρινε την ποικιλία και τις λειτουργίες αυτής της «αριστοκρατίας των όπλων». Ήταν, άραγε, ανέκαθεν αυτές οι ομάδες η «μαγιά της Επανάστασης», που «κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της ελευθερίας» και «εξέφρασαν το αδούλωτο του Έλληνα», όπως πρόβαλε (και ακόμα προβάλλει…) η επίσημη ιδεολογία; Ο Ασδραχάς, επανεπισκεπτόμενος τις πηγές, κυρίως όμως κατανοώντας την ιστορικότητα των κοινωνικών συγκρούσεων (κατανοώντας τις όχι ως αναγκαστικά «υπόφορες του εθνικού»), αναγνώρισε εδώ μια σύγκρουση δύο (διακριτών, αλλά όχι αδιάβροχων) ομάδων, που οριζόταν από το πλαίσιο της κατάκτησης μέσα στον ευρύτερο (οικονομικά εννοούμενο) χρόνο της αγροτικής οικονομίας. Η μια απ’ αυτές τις ομάδες, οι κλέφτες, συμπέραινε το 1965, «αποβλέπει στην υποκατάσταση της αρματολικής ομάδας ή της ηγεσίας της κι έτσι [αποβλέπει] στη μεταβολή των όρων ύπαρξης των δυο ομάδων: οι παράνομοι, επιζητώντας το αρματολίκι, εκβιάζουν τη νομιμοποίηση και την αναγνώρισή τους σε προστάτες της τάξης και τηρητές της ασφάλειας· οι αρματολοί, χάνοντας την εξουσία τους, μεταμορφώνονται συνήθως σε κλέφτες, για να διεκδικήσουν μέσα από την παρανομία τα χαμένα τους προνόμια» («Από τη συγκρότηση του αρματολισμού»). Και πολλά χρόνια αργότερα (Βίωση και καταγραφή του οικονομικού, 2007), αναλύοντας παραδειγματικά την ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη, συμπλήρωνε ότι η πρωτόγονη επανάσταση «δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο δίπολο εξουσία και αντεξουσία. […] Δεν εκφράζεται μέσα από ένα ιδεολόγημα που θα ανταποκρινότανε στις προσδοκίες των ανθρώπων, όπως κοινωνική δικαιοσύνη, δευτέρα παρουσία και τα συναφή: οι ανταρσίες αυτές δεν οδηγούν στην ανατροπή του συστήματος, αλλά στην ανατροπή των ανθρώπων που έχουν τους πρωτεύοντες ρόλους στο σύστημα αυτό. […] Αλλά αυτές οι συγκρούσεις, τελικώς, εκφράζουν ένα παράλληλο φαινόμενο, τη διαδικασία ενσωμάτωσης. Στο παιγνίδι της ενσωμάτωσης παίρνουν όλοι μέρος».

Αναλύσεις όπως η παραπάνω, του επέτρεψαν να αναδείξει πιστότερα τις ιστορικές πραγματικότητες και να κατανοήσει τις πολυεπίπεδες λειτουργίες του κόσμου των όπλων, σε συνάρτηση με τους φορείς της κοινοτικής εξουσίας· να επισημάνει τις συγκρούσεις τους, αλλά και τις δυνατότητες επικοινωνίας και συμπληρωματικής λειτουργίας τους στο πλαίσιο της κατάκτησης⸱ να μελετήσει τους τρόπους και τους ρυθμούς (άρα, τις διαβαθμίσεις και τις διαφορετικότητες) διά των οποίων, οι ένοπλοι εντάχθηκαν εντέλει σε μια νέα διαδικασία ρήξης, κατεύθυνση της οποίας ήταν πλέον η απελευθέρωση. Οι αναλύσεις αυτές, επιπλέον, τον οδήγησαν να αντιμετωπίσει υπό εντελώς διάφορη οπτική το ερώτημα των πολλαπλών τρόπων σύνδεσης της κατάκτησης, της αγροτικής οικονομίας και των φορέων της αρματολικής και της κοινοτικής εξουσίας με τις αλλαγές σε επίπεδο συνειδήσεων και ταυτοτήτων: να αναδείξει δηλαδή πολύ κρίσιμους προβληματισμούς για την ασύγχρονη, όχι ευθύγραμμη, όχι ισότιμη υπέρβαση των λογικών του τοπικισμού προς την κατεύθυνση της εθνικής συνείδησης, ακόμα και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Η προϊστορία του 1821, λοιπόν, υπήρξε, αλλά δεν ήταν απλό καθρέφτισμά του, ιστορικά ετερόφωτη. Ποια ήταν, αίφνης, η σχέση του 1821 με τα προηγούμενα εξεγερσιακά κινήματα; Μιλώντας για τα Ορλωφικά, επεσήμαινε τον κίνδυνο των απλουστεύσεων: την απατηλή εικόνα των φαινομενικοτήτων. Τι χωρίζει το 1770 από το 1821; Μα, η «ουσιώδης ασυνέχεια», δηλαδή «η μετάβαση από την έννοια του γένους […] στην έννοια του έθνους. Μέσα στη φαινομενική συνέχεια υπάρχουν ουσιώδεις ασυνέχειες. Το 1821 είναι η ανασημασιοδότηση των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων και η μεταμόρφωσή τους, δηλαδή η προσαρμογή τους στους όρους της εποχής» («1821: Μια εθνική επανάσταση που ενέχει την ταξική διάσταση, αλλά δεν είναι ταξική», 2012).

Ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης και ο Σπύρος Ασδραχάς, 2009

Άρα, μπορεί η δημιουργία εθνικού κράτους να συνέτεινε στη «ρομαντική εθνικοποίηση» των κοινωνικών φαινομένων της εποχής της κατάκτησης, αλλά η ιστορική αλήθεια είναι ότι η προϊστορία αυτή συγκροτείται από μία σειρά συγκρουόμενων δυναμικών, πολλαπλών μεταβάσεων, αλλαγών και μεταμορφώσεων ‒ ιστορικών δυναμικών, δηλαδή, που οδηγούσαν σε νέες ανάγκες, σε νέες συνειδητοποιήσεις. Ακριβώς: ποιες οι προϋποθέσεις του 1821; Η έννοια της κατάκτησης και η ιστορική της σημασία (σε οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο) για τη διαμόρφωση του νέου Έλληνα· η σύγκρουση της χριστιανικής οικουμενικότητας, της παραδοσιακής τοπικότητας, της εκκοσμίκευσης και της πολιτικοποίησης του ανθρώπου· οι οικονομικές και άλλες (πνευματικές, αίφνης) λειτουργίες των εμπόρων και το ερώτημα της ύπαρξης της αστικής τάξης καθ’ εαυτή («Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά αποτελούν μια αστική τάξη και, κυρίως, αν οι οικονομικοί όροι αυτής της αστικής τάξης οδηγούσαν στην επανάσταση. Η δική μου απάντηση είναι ότι αυτοί οι οικονομικοί όροι δεν οδηγούσαν στην επανάσταση»: «Προϋποθέσεις της Επανάστασης του 1821», 2011)· οι εστίες πνευματικής αφύπνισης, ο Διαφωτισμός, κυρίως όμως «η πολιτικοποίηση των πνευματικών φαινομένων»⸱ τα πολλαπλά επίπεδα της «εξωτερικής διαλεκτικής», η οποία προώθησε τις νέες συνειδητοποιήσεις (η ρωσική πολιτική και η γαλλική, μάλιστα η ναπολεόντεια, με διαφορετικό τρόπο καθεμιά τους), η δημοκρατική οικουμενικότητα του Ρήγα και η γρήγορη εθνικοποίηση του επαναστατικού λόγου μέσω της αρχής των εθνοτήτων.

Ο Σπύρος Ασδραχάς και ο Φίλιππος Ηλιού στα ΑΣΚΙ, 1999

«Είναι οι έμποροι», σημείωνε ο Φίλιππος Ηλιού, συμπυκνώνοντας τη θέση του Ασδραχά (όπως αναδεικνυόταν κυρίως από την Ελληνική οικονομική ιστορία, 2003), «που οδήγησαν στην εθνική επανάσταση, χωρίς να επαναστατικοποιήσουν την οικονομία». Και το 1821 τι ήταν, λοιπόν; «Επανάσταση εθνική με δημοκρατική, αστική συνεπώς ιδεολογία, εκφραστές της οποίας ήταν οι άνθρωποι που μετείχαν στην κίνηση των ιδεών της εποχής τους […] Πολιτικώς η επανάσταση ήταν αστική. Τα κοινωνικά και οικονομικά της εδράσματα ήταν πολυσύνθετα, δυνάμει συγκλίνοντα στην εσωτερίκευση του αστικού ιδεώδους» («Προϋποθέσεις», 2011). Δυνάμει συγκλίνοντα…

25η Μαρτίου, μία επέτειος χωρίς αντίκρυσμα

Ανυπόγραφο άρθρο του Σπύρου Ασδραχά στα Σύγχρονα Θέματα, Περιοδικό επιστημονικής έρευνας, χρ. Α΄, τχ. 4 (Μάρτιος-Απρίλιος 1963), σελ. 474-475. Δημοσιεύθηκε στην ενότητα «Σχόλια». Η απόδοση με βάση τα χειρόγραφα δελτία του Σ.Α., έγινε από τον Δημήτρη Αρβανιτάκη, ο οποίος ετοιμάζει την εργογραφία του ιστορικού.

Οι επέτειοι έχουν συχνά στον τόπο μας ένα οχληρό χαρακτήρα: Εκφυλίζονται σε οχληρές συμβατικές εκδηλώσεις. Ωστόσο και σ’ αυτές τις περιπτώσεις διατηρούν τη σημασία τους σαν αναγκαστικά τεκμήρια της στάσης αυτών που τις γιορτάζουν απέναντι στο ιστορικό παρελθόν. Ό,τι ακριβώς κάνει τις επετείους μας οχληρές, είναι το γεγονός πως οι πανηγυρίζοντες, συνήθως, θάθελαν να μην αναγκάζονται ν’ αφήνουν να διαφανεί η στάση τους αυτή. Ένα ιστορικό γεγονός στο τέλος εκφράζει ένα κοινωνικό φαινόμενο, κ’ ένα κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι χρονικά ασυνεχές. Όσο η συνέχειά του, η δυναμική του κοινωνικού φαινομένου, δεν έχει εγγραφεί θετικά στο πλαίσιο ενεργειών των ομάδων που είναι οι φορείς του πανηγυρισμού, τόσο αυξάνει και η οχληρότητα της επετείου: υπενθυμίζει απλούστατα η εθιμικά καθορισμένη πράξη ότι γι’ αυτούς είναι απροσπέλαστη η ουσία του ιστορικού γεγονότος, του αντικειμένου του πανηγυρισμού τους. Εδώ βρίσκεται η πηγή του εκχυδαϊσμού της ιστορικής μνήμης σε πανηγυριώτικες μεγαλοστομίες, που, όταν τυχαίνει η επικαιρότητα να εξασφαλίζει κάποια αναλογία ανάμεσα στο εορταζόμενο γεγονός και στο παρόν, επιζητούν έμμονα τη δημιουργία ψυχοκινητικών εντυπώσεων στους βαθμιαία απαλλοτριωμένους από κάθε ιστορικότητα δέκτες.

Ωστόσο η αποφυγή της ανάληψης μιας στάσης απέναντι στο ιστορικό παρελθόν δεν περιορίζεται στους φορείς αποκλειστικά της πολιτικής εξουσίας, που συνήθως είναι οι εκφωνητές των πανηγυριώτικων λόγων και κατά κανόνα οι εμπνευστές του πανηγυριώτικου πνεύματος. Αποτελεί αντίθετα γνώρισμα της κοινωνικής μας ζωής, εκπρεπές στοιχείο του πολιτισμού μας. Υποτίθεται πως έχουμε μία ιστορική επιστήμη και αντίστοιχα κέντρα έρευνας που την καλλιεργούν. Υποτίθεται ότι χρονικά το αντικείμενο αυτής της επιστήμης δε σταματά στο έτος 1453. Υποτίθεται τέλος ότι υπάρχει ο νέος ελληνισμός ως αντικείμενο αυτής της επιστήμης, ό,τι έρχεται να μας θυμίσει ο πρόσφατος εορτασμός της 25ης Μαρτίου – ενός γεγονότος μη «ασυνεχούς»! Ένας απολογισμός της δραστηριότητας αυτής της επιστήμης και των κέντρων που την πραγματοποιούν θα μιλούσε με καταπληκτική ευγλωττία, για να πει ότι η αρνητικότερη στάση απέναντι στο ιστορικό μας παρελθόν καθρεφτίζεται στ’ αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής. Κι όταν σκεφθεί κανείς πως η συστηματοποίηση (!) της νεοελληνικής επιστήμης είναι τέκνο της πολιτείας και πως ό,τι ανεκτό ή άξιο λόγου έγινε, πραγματοποιήθηκε έξω από τα ερευνητικά σχήματα που η πολιτεία καθιέρωσε – είτε κέντρα έρευνας της Ακαδημίας είν’ αυτά, είτε πανεπιστημιακές σχολές, είτε πιο διάχυτο πνεύμα πολιτισμού – είν’ εύκολο να νιώσει ποιες μεγάλες χάρες χρωστά η ελληνική ιστορική επιστήμη στης πολιτείας τη φροντίδα. Κι αν στο τέλος η ιστορική επιστήμη έχει μίαν αξία για το παρόν, σα μια δυνατότητα προσέγγισης του μέλλοντος, τότε ακόμα πιο ανάγλυφα βλέπει κανείς κ’ εδώ πώς πραγματώνεται η συνείδηση της ευθύνης, που λένε ότι άγρυπνη την έχουνε της πολιτείας οι φορείς. Θάταν σχηματικό να πει κανείς ότι μια ελλιπής επιστήμη αντανακλά απλώς μιαν ελλιπή πολιτεία. Από τις προϋποθέσεις της επιστήμης, δηλαδή από την έρευνα, ως την επιστήμη, δηλαδή την ερμηνεία, υπάρχει μια κλίμακα που οι βαθμίδες της επιδέχονται ανισομερή κι ως ένα σημείο αυτόνομη ανάπτυξη: τούτο σημαίνει πως μπορούσαμε να έχουμε αναπτυγμένους ιστορικούς κλάδους μέσα στο σώμα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, καθώς έχουμε σχετικά αναπτυγμένους κλάδους σε άλλες επιστήμες. Θα μπορούσαμε λ.χ. να είχαμε επιστημονικές εκδόσεις των πηγών της νεοελληνικής ιστορίας, να είχαμε βιβλία αναφοράς, συστηματικότερη αντιμετώπιση των αρχείων, επιστημονικά περιοδικά αυστηρής ειδίκευσης, όπου θα καταχωριζόταν τουλάχιστο περιγραφικό υλικό, θα μπορούσαμε να είχαμε προωθήσει κάποιο πρόγραμμα ερευνών για την ανεύρεση λανθάνοντος υλικού και τη διάσωση γνωστού, να είχαμε μια στοιχειώδη γνώση για όσες εργασίες γίνονται και διασταυρώνονται με τα ενδιαφέροντα μας σε άλλες χώρες. Θα μπορούσαμε, χωρίς ακόμα νάχουμε αποκτήσει προωθημένη μεθοδολογία, να πάρουμε μυρουδιά για τους στόχους μιας σύγχρονης ιστορικής επιστήμης και να προσπαθήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε το υλικό που χρειάζεται η επιστήμη αυτή. Θα μπορούσαμε με ένα λόγο να είχαμε μια τυπική εμπιστοσύνη, καθώς τυπική εμπιστοσύνη έχουμε στην αρχαιολογία, λίγο περισσότερο στη λαογραφία – αν και στην επιστήμη αυτή οι σημερινές πραγματώσεις δεν βρίσκονται στο επίπεδο που προανάγγελλε η χαραυγή της. Η ιστορία του νέου ελληνισμού έμεινε ιδιωτική υπόθεση. Και σαν ιδιωτική υπόθεση αναπτύχθηκε ανισόμερα και αμέθοδα: δίπλα σε κάποιες κατακτήσεις, πραγματοποιούμενες κυρίως στην ιστορία της παιδείας, στην έκδοση περιγραφικού υλικού, στην προσωπογραφία, δίπλα σε μερικές μετρημένες στα δάχτυλα προωθημένες επιδόσεις – που η στάση απέναντι στους φορείς τους της πολιτείας δεν ήταν μόνο ουδέτερη αλλά εχθρική – υπάρχουν χαοτικά κενά. Κενά στην κοινωνική και οικονομική ιστορία, κενά θεμελιώδη αναφορικά με τη γνώση των μη ελληνόγλωσσων πηγών – είτε τουρκικές είναι οι πηγές αυτές, είτε ευρωπαϊκές. Ασυγχώρητη άγνοια των σλαβικών γλωσσών εμποδίζει τη γνώση των ερευνών που γίνονται στα γειτονικά κράτη, ασυγχώρητη έλλειψη επιστημονικών επαφών με τους Τούρκους επιστήμονες προκαλεί πλήρη σχεδόν άγνοια των πολύτιμων για τις σπουδές μας ερευνών τους, επιφέρει άμβλυνση των ερευνητικών αιτημάτων εκείνων, που αν πραγματοποιούνταν θα εξασφάλιζαν ένα υλικό πάνω στο οποίο θα ήταν δυνατό να στηριχθεί μια ευπρόσωπη ιστορική επιστήμη του νέου ελληνισμού.

Στο μεταξύ έφθασε ο καιρός που η κακή αρχή καρποφόρησε: σήμερα περισσότερο από άλλοτε παρέχονται οι δυνατότητες για επιστημονική ειδίκευση. Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι ερεθισμοί για να διατυπώσουμε ένα σύστημα ερωτήσεων, στις οποίες θα πρέπει να δώσει απαντήσεις η έρευνα. Ωστόσο στις προσφερόμενες ευκαιρίες δεν παρουσιάζεται και το αντίστοιχο ενδιαφέρον  και το πράγμα έχει μιαν καλή εξήγηση: τα κέντρα της παιδείας δεν κάνουν τίποτε, ώστε να δημιουργηθούν οι υποδοχές στις προσφερόμενες ευκαιρίες στις νεοελληνικές ιστορικές σπουδές ή κυριολεκτικότερα οι φορείς της ιστορικής νεοελληνικής επιστήμης δεν είναι σε θέση να δώσουν στους δέκτες τους, στους σπουδαστές, την κατάλληλη προπαρασκευή ώστε ν’ αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες επιστημονικής ειδίκευσης που έτυχε να τους προσφερθούν με τις υποτροφίες στο εξωτερικό. Έτσι παρουσιάστηκε το φαινόμενο να χαθεί κι αυτή η δυνατότητα για την προκοπή της ιστορίας του νέου ελληνισμού, που μολοντούτο διαθέτει τέσσερις έδρες στα δύο μας Πανεπιστήμια κι από καιρό σκοπεύουν να τις κάμουν έξη – και παλιότερα μάλιστα οχτώ ή εφτά χωρίς να συνυπολογίσει κανείς και τις άλλες τις συγγενικές.

Είναι φανερό πως για να ικανοποιηθεί έστω και το ελάχιστο των επιδιώξεων από μία Διοίκηση, θα πρέπει αυτή να νιώθει τον εαυτό της οργανικά προερχόμενο από τη δυναμική του κοινωνικού φαινομένου που προκάλεσε την επανάσταση. Όταν όμως αυτή βρίσκεται σ’ αντίθεση με την αγωνιστική παράδοση του ’21, τότε ασχολείται με γιορτασμούς περίσσιας και περιττής λαμπρότητας. Ίσως κάποτε να συγχρονιστεί, να προχωρήσει ακόμα και σ’ ένα στοιχειώδη προγραμματισμό διαθέτοντας 50 και 100 μισθούς σ’ ερευνητές, με σκοπό όμως να αποτελματώσει την κατάσταση. Το συμπέρασμα είναι ότι οι προοδευτικές εθνικές πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας οφείλουν, απαλλασσόμενες από κάθε επίδραση της αντιεπιστημοσύνης με την οποία θέλει να τις εμβολιάζει το διάχυτο στη χώρα μας επίσημο πνεύμα, να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις μιας επιστημονικής στάσης απέναντι στην ιστορία του ελληνισμού. Αρχίζοντας κι εδώ από ένα ελάχιστο ποσό επιστημονικής κληρονομιάς και μ’ ένα τεράστιο ποσό κακής κληρονομιάς. Ό,τι δεν προσφέρεται με τη μορφή της επίσημης παιδείας ή υπό το βάρος της τεχνητής αυθεντίας, ό,τι τέλος αποτελεί στοιχείο επιστήμης θα μπορέσει να γίνει το σημείο αφετηρίας σε ανθρώπους που, διάσπαρτοι χωρίς σήμερα δεσμούς επικοινωνίας, αισθάνονται πως επείγει το πρόβλημα.