Μετά το πέρας των 200 χρόνων: το ιστοριογραφικό μέλλον της Ελληνικής Επανάστασης. Ερωτήματα σε τρεις νέους/ες ιστορικούς

Η Μαρία Αρβανίτη, ο Βαγγέλης Σαράφης και ο Μιχάλης Φέστας απαντούν στα ερωτήματα του Θανάση Γάλλου με αφορμή το επετειακό έτος που ολοκληρώθηκε και με το βλέμμα στο μέλλον της ιστοριογραφίας γύρω από το 1821.

Ερωτήσεις

  1. Πως στέκεστε απέναντι στο επετειακό 2021; Πόσο θεωρείτε ότι επηρέασε τους εορτασμούς η πανδημία; Πως πιστεύετε ότι θα θυμόμαστε αυτόν τον εορτασμό;
  2. Το 2021 τελείωσε με μία αρκετά μεγάλη βιβλιογραφική παραγωγή γύρω από την Επανάσταση του ’21; Πως θα την αποτιμούσατε;
  3. Υπήρξαν νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της Επανάστασης και αν ναι τι καινούργιο ανέδειξαν;
  4. Πέρα από τη βιβλιογραφία, πως κρίνετε την όποια άλλη μορφή έλαβε η ερευνητική και εκθεσιακή παραγωγή γύρω από το 1821; (ηλεκτρονικοί κόμβοι, εκθέσεις, μουσεία κλπ.)
  5. Μιλήστε μας για τις δουλειές σας, εξηγώντας μας τι καινούργιο μπορεί να φέρουν στην μελέτη του 1821;

 

Μαρία Αρβανίτη

Υποψήφια Διδάκτωρ Οθωμανικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας.

1. Είναι γνωστό ότι οι επέτειοι έχουν έντονα συμβολικό χαρακτήρα, προσφέροντας κατά την εξέτασή τους στοιχεία κυρίως για την εποχή τους, τον τρόπο που εκείνη βλέπει το παρελθόν και τις προσδοκίες της για το μέλλον. Το αποτύπωμα της επετείου των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης θα φανεί πιο καθαρά στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, όταν θα μπορούμε να την παρατηρήσουμε στο σύνολό της και με την απαραίτητη απόσταση. Διανύοντας, ακόμη, τις τελευταίες φάσεις της, με τη συνεχιζόμενη εκδοτική δραστηριότητα και τον προγραμματισμό επιστημονικών συνεδρίων για το επόμενο διάστημα, θα ήταν νωρίς για μια συνολική αποτίμηση. Εκείνο που θα ξεχώριζα από αυτήν την επέτειο είναι ότι λειτούργησε ως έναυσμα για μια πολύπλευρη επιστημονική και καλλιτεχνική παραγωγή, στρέφοντας την προσοχή ενός ευρύτερου κοινού σε πολλαπλές όψεις ενός ιστορικού γεγονότος με κεντρική σημασία για την ιστορία του ελληνικού κράτους και του Ελληνισμού, αλλά και γενικότερα για την ιστορία του 19ου αιώνα. Επίσης, ειδικότερα για την ιστορική έρευνα, έχει ενδιαφέρον ότι επιστήμονες με διαφορετικά ενδιαφέροντα και κατευθύνσεις έστρεψαν την προσοχή τους σε ένα ιστορικό γεγονός, συμβάλλοντας στην πολύπλευρη εξέτασή του και στη δημιουργία ενός κοινού χώρου διαλόγου, από τον οποίο έλειψαν οι εντάσεις.

Χωρίς αμφιβολία η πανδημία δημιούργησε ειδικές συνθήκες και ανάγκες περιορίζοντας τους εορτασμούς και τις δημόσιες εκδηλώσεις. Σίγουρα στο μυαλό όλων η επέτειος του 2021 θα μείνει στενά συνυφασμένη με την πανδημία και τις καινοφανείς συνθήκες διαβίωσης που επέφερε. Ειδικά για τους ερευνητές και τις ερευνήτριες οι κλειστές βιβλιοθήκες και τα κλειστά αρχεία, χώροι ζωτικοί για την έρευνα, η εργασία από το σπίτι, για ένα επάγγελμα ιδιαίτερα μοναχικό και εσωστρεφές, τα επιστημονικά συνέδρια και οι διαλέξεις, που σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκαν μπροστά στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, επηρέασαν βαθιά την καθημερινότητα και θα μείνουν, νομίζω, χαραγμένα στη μνήμη όλων μας.

2. Η επέτειος των 200 χρόνων προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σημαντικό εκδοτικό ενδιαφέρον για θέματα που σχετίζονταν με την Ελληνική Επανάσταση. Εκτός από τις μεμονωμένες εκδόσεις, ερευνητικά ιδρύματα, αρχειακοί φορείς, πανεπιστημιακοί και άλλοι εκδοτικοί οίκοι σχεδίασαν εκδοτικές σειρές γύρω από το συγκεκριμένο αντικείμενο. Το αποτέλεσμα ήταν μία μεγάλη, για τα δεδομένα, βιβλιογραφική παραγωγή, μέσα στην οποία εντοπίζονται αξιόλογα έργα.

Συνοπτικά, η βιβλιογραφική αυτή παραγωγή συμπεριέλαβε συνολικές προσεγγίσεις για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και ειδικές μελέτες, με τη μορφή μονογραφιών και συλλογικών τόμων, για πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα, για τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στα γεγονότα, γνωστά, αλλά και αφανή, για ιδεολογικά ζητήματα, για την λόγια και καλλιτεχνική παραγωγή, ενώ το ενδιαφέρον επεκτάθηκε και στα μετά την Επανάσταση, πλουτίζοντας τις γνώσεις μας και συμβάλλοντας στην κατανόηση της εποχής. Επίσης, σημαντικό κομμάτι της βιβλιογραφικής παραγωγής αποτέλεσαν εκδόσεις, επανεκδόσεις και μεταφράσεις κειμένων της εποχής, κάποιες από τις οποίες συνοδεύτηκαν από σημαντικά εισαγωγικά κείμενα.

Γιάφτα, διάγγελμα που εκτέθηκε στην αυλή του ανακτόρου Τοπ-Καπί πλάι στο κομμένο κεφάλι του Αλή πασά των Ιωαννίνων. (1828)

Ιδιαίτερα θα ήθελα να σταθώ στην έκδοση έργων που ανέδειξαν τη σημασία των οθωμανικών πηγών για τη μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης και της εποχής της. Το ενδιαφέρον για τις οθωμανικές θεωρήσεις της Ελληνικής Επανάστασης, εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια, κυρίως με την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών για το θέμα από Τούρκους και Έλληνες ιστορικούς και συνεχίστηκε στο πλαίσιο της επετείου με την έκδοση μονογραφιών, άρθρων και σωμάτων πηγών, που εξετάζουν τον τρόπο που αντιλήφθηκαν οι φορείς της οθωμανικής διοίκησης την Ελληνική Επανάσταση, την επίδραση που είχε για την αυτοκρατορία, αλλά και για τον τρόπο που παρουσιάστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Οι νεότερες αυτές προσεγγίσεις εντόπισαν την προσοχή τους στην πολιτική διάσταση, ενώ αναμένονται και έρευνες που θα προσφέρουν στοιχεία για την οικονομία και την κοινωνία. Επίσης, η μετάφραση και έκδοση οθωμανικών πηγών, δυσπρόσιτων σε ένα ευρύτερο κοινό, κυρίως εξαιτίας της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένες, προσφέρουν ένα πλήθος στοιχείων, όχι μόνο για τα γεγονότα, την οθωμανική εξουσία και τους μηχανισμούς της, αλλά και για τις νοοτροπίες, την κοινωνία, την καθημερινή ζωή.

3. Παρακολουθώντας τη βιβλιογραφική παραγωγή και τα ερευνητικά προγράμματα που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο διάστημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι διακρίνονται κάποιες νεότερες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις στη μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μελέτες οι οποίες αντλώντας εργαλεία από την ιστορία των θεσμών συζητούν το ζήτημα της συγκρότησης κράτους στα χρόνια της Επανάστασης. Έτσι, μέσα από τη μελέτη της δικαιοσύνης, της δημόσιας τάξης, της φορολογίας ή της περίθαλψης αναδεικνύονται νέα στοιχεία για τους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά και για την κοινωνία της εποχής. Ειδικά σε σχέση με τη μελέτη της περίθαλψης, χρησιμοποιούνται, επίσης, εργαλεία από την ιστορία της υγείας και την ιστορία της ιατρικής. Επίσης, κάποιες πρώτες μελέτες για τον ρόλο των γυναικών, οι οποίες εμπνέονται από την ιστορία του φύλου, θα άξιζε να επεκταθούν, καθώς θα μπορούσαν να προσφέρουν μία καλύτερη εικόνα της κοινωνίας και της καθημερινής ζωής.

Μία πιο σφαιρική θεώρηση της Επανάστασης, των επιρροών που δέχτηκε, αλλά και του αντίκτυπου που προκάλεσε προσφέρει η μελέτη της υπό το πρίσμα της «Εποχής των Επαναστάσεων». Η προσέγγιση αυτή εντάσσει την Ελληνική Επανάσταση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συμβάλλοντας στην καλύτερη κατανόηση της εποχής της, αλλά και της ίδιας, μέσα από τη σύγκριση με άλλα επαναστατικά κινήματα.

Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγιση της Ελληνικής Επανάστασης μέσα από την ιστορία της μνήμης. Εκεί εξετάζονται οι τρόποι που προβλήθηκε, εορτάστηκε, αλλά και διδάχθηκε η Επανάσταση αναδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, στοιχεία για την ιδεολογική συγκρότηση του ελληνικού κράτους στα χρόνια που ακολούθησαν.

4. Η επέτειος των 200 χρόνων υπήρξε μια σημαντική ευκαιρία για τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων και ακόμη προκάλεσε κινητοποίηση για τη διοργάνωση εκθέσεων, αλλά και για την παραγωγή ιστορικών εκπομπών, ντοκιμαντέρ και συζητήσεων.

Πολλά από τα ερευνητικά προγράμματα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της επετείου χρησιμοποίησαν τις δυνατότητες που παρέχουν οι ψηφιακές εφαρμογές. Η μία τάση ήταν να συγκεντρωθεί, να ψηφιοποιηθεί και να περιγραφεί αρχειακό υλικό σε σχέση με την Επανάσταση σε ηλεκτρονικούς κόμβους, δημιουργώντας χρήσιμα εργαλεία και διευκολύνοντας το έργο των ερευνητών, ειδικά σε μία περίοδο όπως αυτή που διανύσαμε, κατά την οποία τα Αρχεία παρέμειναν για μήνες κλειστά. Η άλλη τάση ήταν να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα ερευνών, όχι έντυπα, αλλά με τη χρήση ψηφιακών εφαρμογών, συνδυάζοντας επιστημονικά κείμενα με καταλόγους, χάρτες και μηχανές αναζήτησης. Σε αυτήν την περίπτωση, η εύκολη πρόσβαση από το διαδίκτυο, αλλά και η θελκτικότερη, ίσως, μορφή μίας ιστοσελίδας, όπου οι εικόνες εναλλάσσονται και οι αναζητήσεις διευκολύνονται, έκανε προσιτά τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων ερευνών σε ένα ευρύτερο κοινό, συμβάλλοντας και στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Στο πλαίσιο της επετείου πραγματοποιήθηκαν πολλές εκθέσεις από μουσεία και άλλους φορείς. Σε αυτές προβλήθηκε ο υλικός πολιτισμός της εποχής, η καλλιτεχνική παραγωγή που ενέπνευσε η Επανάσταση και πλήθος άλλων θεματικών. Σε κάποιες περιπτώσεις τα αποτελέσματα ήταν αξιοσημείωτα, προσφέροντας στο κοινό μία συνολική εμπειρία, τόσο με τον πλούτο του υλικού και τις εκθεσιακές προσεγγίσεις που επιλέχθηκαν, όσο και με την ένταξη στην αφήγησή τους νεότερων ιστορικών ερευνών με τρόπο εύληπτο, αλλά όχι απλουστευτικό.

Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί ότι νεότερες ιστορικές έρευνες για την Ελληνική Επανάσταση και τη σημασία της, για την εποχή της, αλλά και για τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν το αντικείμενο ιστορικών εκπομπών, ντοκιμαντέρ και συζητήσεων που προβλήθηκαν τους τελευταίους μήνες στην τηλεόραση και το διαδίκτυο, κάνοντας εύκολα προσιτή τη νεότερη ιστορική γνώση σε ένα ευρύτερο κοινό.

5. Στο πλαίσιο της επετείου εργάστηκα σε δύο ερευνητικά προγράμματα. Το ένα αποτελεί συνεργασία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με τη Βιβλιοθήκη της Βουλής και είχε ως κεντρικό στόχο τη συγκρότηση μιας ηλεκτρονικής προσωπογραφίας των βουλευτών της Ελληνικής Επανάστασης. Για αυτόν τον σκοπό συντάχθηκαν βιογραφικά λήμματα με έμφαση στην πολιτική διαδρομή των προσώπων που έλαβαν μέρος στα τρία Βουλευτικά σώματα, τεκμηριωμένοι ονομαστικοί κατάλογοι των πληρεξουσίων που συμμετείχαν στις τέσσερις πρώτες Εθνοσυνελεύσεις, καθώς και λήμματα για τα πολιτικά σώματα ξεκινώντας από τις τοπικές επαναστατικές διοικήσεις και φτάνοντας μέχρι τους πρώτους πολιτικούς θεσμούς του οθωνικού κράτους. Μέσα από τα παραπάνω, το πρόγραμμα επεδίωξε να συμβάλει στη συζήτηση για τη συγκρότηση κράτους και τη θεμελίωση δημοκρατικών θεσμών στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά και να αναδείξει πολιτικά πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν ελάχιστες πληροφορίες.

Η αγορά όπλων στο κέντρο της σκεπαστής αγοράς της Κωνσταντινούπολης (1838)

Το άλλο πρόγραμμα εντάσσεται σε μία σειρά νεότερων ερευνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για την Ελληνική Επανάσταση. Σε αυτό μεταγράφηκε και μελετήθηκε ένα οθωμανικό κατάστιχο, το οποίο συντάχθηκε στο πλαίσιο μίας επιχείρησης καταγραφής και αφοπλισμού των μη Μουσουλμάνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι εργάζονταν ή/ και κατοικούσαν στα χάνια του εμπορικού κέντρου της πόλης. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 14/ 26 Μαρτίου 1821, αποτελώντας ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε η οθωμανική διοίκηση στην πρωτεύουσα, αφού έγιναν γνωστές οι επαναστατικές ενέργειες του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Το έργο είχε ως στόχο να αναδείξει τη σημασία των οθωμανικών πηγών τόσο για τη μελέτη των αντιδράσεων της οθωμανικής διοίκησης, όσο και για την μελέτη του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Η έρευνα αυτή συνδέεται στενά με την υπό εκπόνηση διδακτορική μου διατριβή στην οποία μελετώ τους Ελληνορθόδοξους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, από το 1821 έως το 1844. Σε αυτήν το 1821 λειτουργεί ως αφετηρία, καθώς η Επανάσταση επέφερε σημαντικές αλλαγές τόσο στη δομή της ελληνορθόδοξης κοινωνίας της πόλης, κυρίως με τη διάλυση της ισχυρής ομάδας των Φαναριωτών, όσο και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, υπενθυμίζοντας τη σημασία της εξέτασης των τμημάτων του Ελληνισμού που παρέμειναν έξω από τον επαναστατημένο ελλαδικό χώρο για την καλύτερη κατανόηση αυτής της εποχής.

 

Βαγγέλης Σαράφης

Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο ίδιο τμήμα με θέμα που αφορά την Επανάσταση του 1821. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ.

1. Η επέτειος της Επανάστασης έλαχε να ατυχήσει πολλές φορές. Τα εκατό χρόνια συνέπεσαν με μια εθνική καταστροφή, αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας. Στα εκατό πενήντα χρόνια η επέτειος ατύχησε στα χέρια της δικτατορίας και τους κιτς εθνικισμού με τον οποίο την περιέβαλε. Τώρα, ήρθε η πανδημία, μετά από μια βαθιά οικονομική κρίση, να την επισκιάσει. Νομίζω, στον βαθμό που η επαγγελματική μου ταυτότητα δεν παραμορφώνει σημαντικά τις προσλαμβάνουσες, ότι εύλογα η πανδημία, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός, ο πραγματικός φόβος του θανάτου, δεν άφησαν πολλά περιθώρια ώστε η επέτειος να απασχολήσει με τον τρόπο και την ένταση, που θα της έπρεπε, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Μοιάζει ως εάν η πανδημία να αποτελεί το υφάδι της προηγούμενης διετίας κι όλα να πλέκονται γύρω από αυτό. Από την άλλη, ίσως αυτή η συνθήκη μας γλίτωσε μερικώς από ένα σύγχρονο κιτς και ό,τι συνέβη να ήταν περισσότερο μετρημένο. Πάντως σε δυο δεκαετίες από σήμερα οι άνθρωποι θα θυμούνται μάλλον την πρωτόγνωρη πανδημία. Και επιπλέον τότε οι ιστορικοί θα είναι σε θέση να εξετάσουν με μεγαλύτερη διαύγεια τις επετειακές δράσεις, να δουν κριτικά τις σύγχρονές μας αναγνώσεις του παρελθόντος, τις πολιτικές και ιδεολογικές μας αφορμήσεις και εν τέλει να εντοπίσουν το στίγμα αυτής της επετείου.

2. Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω από τα πριν της επετείου. Είναι γνωστή –και με την ευκαιρία της επετείου την ξαναθυμηθήκαμε- η συζήτηση γύρω από τη «σιωπή» για το ’21 στις ιστορικές σπουδές από τη Μεταπολίτευση έως και τις αρχές του αιώνα μας. Πράγματι, καθώς πλησίαζε η επέτειος γινόταν όλο και πιο εμφανές πως τα παλαιότερα διεισδυτικά σχόλια των Σπύρου Ασδραχά και Χρήστου Λούκου γι’ αυτήν την απουσία ήταν κάτι παραπάνω από μια διάψευση των δικών τους ιστοριογραφικών προσδοκιών και απηχούσε μια πραγματικότητα. Η επέτειος της διακοσιετηρίδας αντέστρεψε πλήρως αυτήν τη συνθήκη και οδήγησε σε, αυτό που προσωπικά επιμένω να ονομάζω, πληθωρισμό του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Επανάσταση του 1821. Αυτή η αντιδρομή, ασφαλώς, άφησε το εκδοτικό της αποτύπωμα. Δεν θα σχολιάσω τις ποικίλες εκδόσεις ή και επανεκδόσεις, θα διατυπώσω μόνον δυο σκέψεις για την επιστημονική παραγωγή, όσο είμαι σε θέση να την παρακολουθώ· αν και η έκτασή της είναι τέτοια που χρειάζεται χρόνος για μια πιο συστηματική και επομένως ουσιαστική αποτίμησή της. Δεν θα αναφερθώ σε συγκεκριμένες μελέτες, αλλά απλώς θα επισημάνω ορισμένες τάσεις.

Αγωνίστρια του 1821 με βρέφος. Εικονίζεται γυναίκα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Με το ένα χέρι κρατά οπλισμό και με το άλλο νανουρίζει το μωρό της. Πρόκειται για σκίτσο με μολύβι. Κάτω αριστερά διακρίνεται ένα ακαθόριστο μαύρο σχεδιαστικό στοιχείο που μοιάζει με απειλητική σκιά που εισέρχεται στη σκηνή. Το χαρακτικό φέρει υπογραφή “ΓΜ” (Ψηφιακό Αρχείο 1821, Digital Archive)

Η πρώτη τάση που διαβλέπω είναι η συγγραφή συλλογικών έργων για την Επανάσταση, στα οποία ο κάθε συγγραφέας προσήλθε με την επιστημονική του σκευή να προσεγγίσει θέματα τα οποία γνωρίζει καλύτερα. Αυτό απέδωσε κάποια συλλογικά έργα, ορισμένα από αυτά για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα, που παρουσιάζουν όψεις του πολυσύνθετου επαναστατικού γεγονότος. Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, υπό την έννοια πως τέτοιες εκδόσεις έλειπαν, αν αναλογιστεί κανείς πως οι προηγούμενες σχετικές ήταν η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του 1975 και αργότερα η από καιρό εξαντλημένη Ιστορία του Νέου Ελληνισμού υπό την επιμέλεια του Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Συνεπώς, μέσα από τις υπάρχουσες επιστημονικές ετοιμότητες, αλλά και από την παρούσα πρόοδο των σχετικών ερευνών, αυτοί οι συλλογικοί τόμοι παρουσιάζουν επιστημονικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ειδικότερα, όσοι από αυτούς προάγουν την «κατακτημένη» ιστοριογραφική γνώση στο μη ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό.

Μια δεύτερη τάση, η οποία ίσως θέλει μια πιο προσεχτική προσέγγιση, είναι η σύνταξη επίτομων ιστοριών της Επανάστασης. Δεν μιλάμε για μονογραφίες που αντιμετωπίζουν ένα ειδικό θέμα, αλλά για ιστοριογραφικά έργα που επιχειρούν να παρουσιάσουν μια συνολική εικόνα της Επανάστασης. Εδώ αναγκαστικά τα έργα αυτά είναι αφαιρετικά. Ωστόσο, είναι εμφανές σε κάποια από αυτά ότι, καθώς οι συγγραφείς τους δεν εξειδικεύονταν στην ιστορία της περιόδου, προβαίνουν σε απλοποιήσεις, που η υπόλοιπη ειδική ιστοριογραφία έχει αντιμετωπίσει, ή συζητήσει με κάποιον τρόπο, προ καιρού.

Ας επανέλθω όμως στην αποτίμηση της βιβλιοπαραγωγής. Ο αριθμός των τίτλων και τα τιράζ έχουν ένα νόημα. Θα άξιζε τώρα που ολοκληρώθηκε η επέτειος μια τέτοια αναλυτική προσέγγιση, μια μελέτη αυτής της εκδοτικής πύκνωσης, για να σταθμίσουμε την σύγχρονή μας ιστοριογραφική παραγωγή, αλλά για μία επί της ουσίας αποτίμηση χρειάζεται χρόνος.

3. Θα ξεκινούσα με έναν «ριψοκίνδυνο» αφορισμό: στην επέτειο δεν τέθηκαν μείζονα ιστοριογραφικά προβλήματα. Αλλά θα αμβλύνω τη διατύπωση αμέσως: ο πληθωρισμός ενδιαφέροντος έφερε στις σπουδές για το ‘21 πλήθος ιστορικών, παλαιότερων και νεότερων, που ώς τώρα είχαν άλλα επιστημονικά ενδιαφέροντα, κι αυτό μπόλιασε τη μελέτη της Επανάστασης με ερωτήματα και δοκιμές απαντήσεων γι’ αυτά που μέχρι σήμερα απουσίαζαν. Μ’ άλλα λόγια, την επομένη της επετείου είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα μια σειρά από όψεις της επαναστατημένης κοινωνίας που διέφευγαν της ιστοριογραφίας μας. Αυτές οι μελέτες αποτελούν και το ιστοριογραφικό μας κέρδος. Και θα διακρίνω τρεις τάσεις με την επισφάλεια που φέρει κάθε αφαίρεση: η ένταξη της ελληνικής περίπτωσης στο διεθνές της συγκείμενο, τις επαναστάσεις της Μεσογείου ή κι ακόμη τη θέασή της σε μια οπτική global ιστορίας του επαναστατικού φαινομένου· η συστηματικότερη ανάδειξη της οθωμανικής πρόσληψης της επανάστασης· και τέλος, αυτό που αξιολογώ ως σπουδαιότερο, η προσπάθεια να κατανοήσουμε τη διαδικασία συγκρότησης κράτους μέσα από τα αρχειακά κατάλοιπα που αυτό μας κληροδότησε, δηλαδή από τα δημόσια έγγραφα που έως τώρα είχαν υποαξιοποιηθεί. Το κρίσιμο, λοιπόν, είναι πως τέτοιες συζητήσεις άνοιξαν και μάλιστα στις περισσότερες των περιπτώσεων μέσα από υπεύθυνες, τεκμηριωμένες μελέτες.

Κι εδώ νομίζω πως πρέπει να επισημανθεί μια ακόμη τάση, που δεν αφορά καθαυτές τις μελέτες για το ’21, αλλά προσεγγίσεις για την πορεία του ελληνικού κράτους σε αυτούς τους δύο αιώνες ύπαρξής του. Προτείνεται ένα νέο ερμηνευτικό σχήμα επιτυχίας του ελληνικού κράτους παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ένα σχήμα που νομίζω ότι είναι γέννημα της οικονομικής κρίσης και του τρόπου που, τουλάχιστον οι ελίτ, επιχειρούν να αναγνώσουν το παρελθόν. Αν σ’ αυτό το σημείο χωρεί μια πρώιμη κριτική του, αυτή σχετίζεται με το γεγονός πως αυτές οι ερμηνευτικές δοκιμές δεν βλέπουν τον τρόπο που βίωσε η ελληνική κοινωνία αυτήν τη διακοσαετή πορεία.

Κι ας μην αγνοούμε τις ιστοριογραφικές συνεισφορές όσων και πρωτύτερα ασχολούνταν με το ’21. Υπήρξαν έργα ιστορικών και φορέων, οι οποίοι και την προηγούμενη περίοδο είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην Επανάσταση του 1821, και στην επετειακή συγκυρία ανέλαβαν δράσεις. Ας υπενθυμίσω εδώ, ανάμεσα στα άλλα, τα δύο συνέδρια της ΕΜΝΕ-Μνήμων, τα οποία συγκεντρώνουν τέτοιες μελέτες.

4. Λόγω προσωπικών υποχρεώσεων που με κράτησαν μακριά από την Αθήνα για ένα μεγάλο διάστημα κατά το 2021, δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω όσο στενά θα ήθελα τις υπόλοιπες δράσεις, με εξαίρεση όσες ήταν προσβάσιμες διαδικτυακά. Ωστόσο, νομίζω, πως η εκθεσιακή δραστηριότητα ήταν μάλλον πλούσια και ενδιαφέρουσα, ενσωματώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ιστοριογραφική πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών. Από την άλλη, μολονότι η πανδημία έδωσε την πρωτοκαθεδρία στον ψηφιακό μας κόσμο, η παραγωγή έγκυρων ηλεκτρονικών κόμβων δεν είναι πλούσια. Αυτό, ενδεχομένως, αποτυπώνει έναν δισταγμό της επιστημονικής κοινότητας απέναντι στα ψηφιακά έργα, και σίγουρα δεν υποδεικνύει έναν συγκροτημένο σχεδιασμό για τη μετάβαση στις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες. Υπήρξαν, πάντως, ψηφιακά έργα, όπως ο παρών κόμβος, έργα του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, καθώς και το Ψηφιακό Αρχείο 1821 κ.ά., τα οποία προσφέρουν με όρους ανοιχτής πρόσβασης υλικό πρωτογενές κυρίως και δευτερευόντως επεξεργασμένο, ιστοριογραφικά κείμενα δηλαδή, στους χρήστες. Αν και δεν είναι πολλά αυτά, μπορούν ωστόσο να αποτελέσουν τη μαγιά για τη διάχυση της έγκυρης επιστημονικής γνώσης ή προσέγγισης σε ευρύτερα κοινά, ειδικά στον βαθμό που αξιοποιούνται από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι χρήσιμες γέφυρες που διασυνδέουν την ιστοριογραφική παραγωγή με το μη ειδικό κοινό και από αυτήν την άποψη καταγράφονται στα θετικά της επετείου.

H Μυστική Συνέλευσις της Βόστιτσας, 26 Ιανουαρίου 1821. Αναπαράσταση της Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας. Αναφέρονται τα μέλη της Συνελεύσεως. Δωρεά του Γεώργιου Δ. Παναγόπουλου, συμβολαιογράφου και εμπνευστή της ιδέας του επετειακού χαρακτικού. Η απόδοση της σκηνής είναι σχηματική. Στο πίσω μέρος υπάρχει πετρόχτιστος τοίχος με καμάρα στα δεξιά. Οι συμμετέχοντες εμφανίζονται σε παράταξη και στο κέντρο του χώρου βρίσκεται ένα τραπεζι στο οποίο τελείται η ορκωμοσία. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τα χέρια, ενώ στα δεξιά του και στη σκιά δύο διαφορετικού τύπου ανθρώπινες μορφές συνομιλούν, με εκείνη στα δεξιά να φαίνεται πως φοράει ευρωπαϊκή ενδυμασία. Η συνέλευση της Βόστιτσας ήταν μια συνέλευση των προκρίτων και των ιεραρχών της βόρειας Πελοποννήσου, από τις 26 έως τις 30 Ιανουαρίου 1821, με σκοπό τον καθορισμό του χρόνου έναρξης της Επανάστασης (Ψηφιακό Αρχείο 1821, Digital Archive)

5. Στην ερώτηση, καθώς διατυπώνεται σε προσωπικό τόνο, θα επιχειρήσω με ανάλογο να απαντήσω. Η διατύπωση θέσεων για την πρωτοτυπία των μελετών έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια τη μορφή κανόνα, τον οποίο και αποφεύγω. Γι’ αυτό θα υποδείξω απλώς κάποιες θεματικές, με τις οποίες είτε λόγω της εξέλιξης της σπουδαστικής μου πορείας, είτε λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης, καταπιάστηκα και θεωρώ πως αξίζουν να αποτελούν τμήμα της ιστοριογραφικής συζήτησης και μελλοντικά.

Καταρχήν, τα δημόσια οικονομικά του εν επαναστάσει κράτους. Σήμερα, είμαστε σε μια πολύ καλύτερη κατάσταση σχετικά με τη μελέτη τους. Το μείζον δεν είναι πως παράγονται μελέτες γι’ αυτά, ενώ απουσίαζαν αντίστοιχες παλαιότερα, αλλά ότι αυτές οι μελέτες, όπως και η υπό εκπόνηση διατριβή μου στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ, χρησιμοποιεί πρωτογενές υλικό που ήταν σχεδόν πλήρως αναξιοποίητο. Πρόκειται για δημόσια έγγραφα και κατάστιχα που μας παρέχουν πληρέστερες κατανοήσεις σχετικά με τη διαδικασία κρατικής συγκρότησης μέσα από το παράθυρο της δημόσιας οικονομίας. Μ’ έναν τρόπο αυτή η προσέγγιση των δημοσιονομικών θεσμών δεν μας προσφέρει μόνον μια οπτική για το κράτος, αλλά έρχεται μέσα από την κατανόηση της δράσης των υποκειμένων, με τα συμφέροντά τους, να επιχειρήσει μία «αφηρωοποίησή» τους, να κατανοήσουμε δηλαδή τις υλικές προκείμενες ενός ηρωικού γεγονότος.

Επιπλέον, το επιστημονικό ενδιαφέρον μου στράφηκε και στους όρους συγκρότησης της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η επαγγελματική συμμετοχή μου σε σχετικά προγράμματα του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με βοήθησε να καταλάβω πως πέρα από τη μελέτη των συνταγμάτων η ελληνική ιστοριογραφία έχει αγνοήσει το τι σήμαινε η «δημοκρατική διακυβέρνηση» της επαναστατικής Προσωρινής Διοίκησης. Αν λοιπόν αυτά τα συλλογικά ερευνητικά έργα επισημαίνουν κάτι, αυτό είναι η ανάγκη μελέτης αυτών των διαδικασιών και των προσώπων που έλαβαν μέρος σε αυτές, για να ερμηνεύσουμε πληρέστερα τη δημοκρατική παράδοση της Επανάστασης του 1821 και τον «πρώιμο» ελληνικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα.

 

Μιχάλης Φέστας

Απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, όπου και εκπονεί διατριβή για τους οικισμούς της Πελοποννήσου στην Επανάσταση. Εργάζεται ως εξωτερικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

1. Η σταδιακή απομάκρυνση από το 2021, δημιουργεί χώρο για μια κριτική αποτίμηση όσων συνέβησαν την επετειακή χρονιά. Καταγωγικό και ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού κράτος, το ‘21 δεν παύει να δικαιολογεί μια πληθώρα προσεγγίσεων, ερμηνειών κ εορταστικών πρακτικών, οι οποίες διαχρονικά συνδέθηκαν με τις εννοιολογήσεις και τα ερωτήματα του εκάστοτε παρόντος.

Η στάση του καθενός απέναντι στο εορταστικό έτος υπαγορεύεται από τους τρόπους και το βαθμό εμπλοκής του σε αυτό. Από τη σκοπιά της κοινότητας των νέων ερευνητών-ριών, η επέτειος, πράγματι, δημιούργησε πρωτόγνωρα ευνοϊκούς όρους ζήτησης για την υλοποίηση της ιστορικής έρευνας. Πρόκειται για μια ανθηρή περίοδο που υπέδειξε νέους τρόπους συνεργατικής δουλειάς μεταξύ ανθρώπων και φορέων, με τα αποτελέσματα που παρήχθησαν σε επίπεδο νέας γνώσης να είναι σημαντικά. Από την άλλη, αυτή η ακριβώς η πύκνωση, χαρακτηρίζεται από μια εγγενή αντίφαση˙ απομακρυνόμενοι από την επέτειο, είναι δυνατόν να διατηρηθεί αυτό το ενδιαφέρον για τη μελέτη του ‘21 ή σταδιακά θα ατονήσει;

Ανυπόγραφη πολιτική αφίσα στο κέντρο της Αθήνας (Φωτογραφία: Μιχάλης Φέστας, 24/3/2021)

Η συζήτηση για την επετειακή χρονιά, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συνθήκη της πανδημίας, η οποία εν πολλοίς ανέτρεψε μια πληθώρα προγραμματισμένων δραστηριοτήτων. Ο φόβος, η ψυχολογική πίεση, η περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων και η απουσία της ενσώματης εμπειρίας από ένα πλήθος συνεδρίων, εκθέσεων και εκδηλώσεων δημιουργησε ένα αίσθημα, τουλάχιστον, ματαίωσης στους ιστορικούς, αλλά και ευρύτερα. Η όποια ψηφιακή διέξοδος για τη διεξαγωγή συνεδρίων και συζητήσεων για το ‘21, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό για τις τεχνολογικές δυνατότητες των σύγχρονων μέσων δικτύωσης, γρήγορα έδειξε τα όριά της, τόσο αναφορικά με την ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, όσο κυρίως αναφορικά με την πραγματοποίηση ουσιαστικής επιστημονικής ιστορικής συζήτησης υπό συνθήκες απόστασης.

Έτσι, παρά το ανανεωμένο περί το ‘21 ιστοριογραφικό ενδιαφέρον, ήταν τέτοια η υγειονομική, πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική πραγματικότητα της χρονιάς που προηγήθηκε που τώρα τουλάχιστον, έναν χρόνο μόλις μετά, η μνήμη για την επέτειο να χαρακτηρίζεται από ένα συναίσθημα βουβής αμηχανίας.

2. Η πρόσφατη βιβλιογραφική παραγωγή γύρω από την Επανάσταση υπήρξε αναμφίβολα εκτενής, ετερογενής, με διαφορετικές αφετηρίες, στοχεύσεις, ερευνητικά ερωτήματα, και απεύθυνση. Σχηματικά μπορεί να διακριθεί ως εξής: στις σειρές των επιστημονικών φορέων και στις μεμονωμένες εκδόσεις.

Αναφορικά με τους φορείς, στη σειρά «Ιστορική Βιβλιοθήκη 1821» του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών συγκεντρώθηκε ένα πλήθος πρωτότυπων μελετών γύρω από όψεις της Επανάστασης, όπως η βιογραφία μελών της Φιλικής Εταιρείας, οι οθωμανικές αφηγήσεις της Επανάστασης, η καταστροφή της Χίου και ο αντίκτυπος του Αγώνα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. Επίσης, στη σειρά «Κείμενα Μνήμης» του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, εκδόθηκαν με κριτικό σχολιασμό ιστορίες και απομνημονεύματα του Αγώνα, συμβάλλοντας στην ανανέωση του τρόπου προσέγγισης των συγκεκριμένων πηγών. Τέλος, στη «Φιλελληνική Σειρά» της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος εκδόθηκε αξιόλογος αριθμός μεταφρασμένων απομνημονευμάτων Ευρωπαίων που ενεπλάκησαν στον Αγώνα.

Από την άλλη, πλήθος μεμονωμένων εκδόσεων, από εξειδικευμένους ιστορικούς και μη, κάλυψε ένα ευρύ, πραγματικά, φάσμα θεματικών: Από τη σχέση της Επανάστασης με τη δημόσια ιστορία και τη μνήμη, μελέτες για εμβληματικά πρόσωπα και γεγονότα του Αγώνα, τα οθωμανικά και βαλκανικά συμφραζόμενα της Επανάστασης, μέχρι και μελέτες για τη σχέση του ‘21 με τη λογοτεχνία και την τέχνη, τη Μεγάλη Ιδέα και ευρύτερα την επαναστατική θεωρία.

Τέλος, αξίζει να γίνει αναφορά στην έκδοση του συλλογικού τόμου The Greek Revolution: A Critical Dictionary. Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο, η σημασία της έκδοσης του οποίου είναι διττή. Από τη μια, γραμμένο εν είδει λεξικού, εισφέρει στο διεθνές ερευνητικό και αναγνωστικό κοινό ένα υψηλής επιστημονικής επάρκειας βιβλίο για την Ελληνική Επανάσταση. Από την άλλη, υπογραμμίζει την ανάγκη σύνταξης παρόμοιων βιβλίων αναφοράς στην αγγλική γλώσσα για θεματικές ενότητες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας του 19ου και του 20ού αιώνα. Σε αυτή την κατεύθυνση, η δουλειά που απαιτείται να πραγματοποιηθεί από την ελληνική ιστορική κοινότητα, δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική.

3. Στην έκδοση του τόμου των πρακτικών του συνεδρίου της Εταιρείας Μελέτης του Νέου Ελληνισμού για τις Όψεις της Επανάστασης του 1821, ο ιστορικός Χρήστος Λούκος συμπύκνωνε με ενάργεια τις ερευνητικές και ιστοριογραφικές εκκρεμότητες αναφορικά με τη μελέτη της. Η πύκνωση των σχετικών με την Επανάσταση ερευνών, συνέβαλε στο να καλυφθούν με νέα ιστοριογραφική ματιά ορισμένες από τις παραπάνω εκκρεμότητες. Ας ξεχωρίσουμε τρεις.

Η πρώτη αφορά στη διεθνή διάσταση του Αγώνα. Είμαστε σε θέση πλέον να προσεγγίζουμε την Επανάσταση, όχι απλώς ως ένα ευρωπαϊκό γεγονός, αλλά ως μια διαδικασία που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός επαναστατικού συνεχούς που ξεκινά από τις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού (επανάσταση στη Βραζιλία) και φτάνει μέχρι τις ακτές της Μεσογείου (επαναστάσεις σε Ισπανία και ιταλική χερσόνησο), συγκροτώντας αυτό που η σύγχρονη διεθνής ιστοριογραφία περιγράφει ως «Ατλαντικές Επαναστάσεις», σε ένα πλαίσιο, όπως γίνεται αντιληπτό, παγκόσμιας ιστορίας

Η δεύτερη αφορά στην πλήρωση ενός ιστοριογραφικού αιτούμενου ετών, το οποίο δεν είναι άλλο από την εξέταση της Επανάστασης στα οθωμανικά της συμφραζόμενα. Μέσω μελετών Ελλήνων, Ελληνίδων και μη οθωμανολόγων είμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε τους τρόπους με τους οποίους η Πύλη προσπάθησε να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα της εξέγερσης.

Η τρίτη προσέγγιση εκκινεί από μια μεθοδολογική και ερευνητική προϋπόθεση, η οποία αφορά στη συστηματική και ανανεωμένη μελέτη του πλήθους των αρχειακών τεκμηρίων που παρήχθησαν στα χρόνια του Αγώνα από τη Διοίκηση. Η νέα αυτή προσέγγιση, όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει η ιστορικός Βάσω Σειρηνίδου, «προϋποθέτει τη μετατόπιση του βλέμματος από το έθνος στο κράτος». Μελέτες που εκδόθηκαν, ή αναμένονται, προσέγγισαν ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα των χρόνων του Αγώνα, την οργάνωση των δημόσιων οικονομικών από τη Διοίκηση, ενώ αντίστοιχα μελέτες βασισμένες στα Αρχεία των Υπουργείων των Εσωτερικών, της Δικαιοσύνης και της Αστυνομίας αναδεικνύουν πτυχές της κοινωνικής ιστορίας του Αγώνα, που μέχρι σήμερα δεν είχαν μελετηθεί συστηματικά.

4. Πέραν της στενά βιβλιογραφικής παραγωγής, με τον εορτασμό της επετείου δόθηκε αφορμή για τη διεξαγωγή ερευνητικής, καλλιτεχνικής και εκθεσιακής δραστηριότητας, η οποία αφορούσε τόσο το στενό πυρήνα της ιστορικής κοινότητας, όσο και το ευρύτερο κοινό.

Ευτυχής προϋπόθεση, συγκυριακή ή όχι μένει να αποδειχθεί, για την υλοποίηση κυρίως ψηφιακών εργαλείων έρευνας και αντίστοιχων εφαρμογών υπήρξε η σχετική χρηματοδότηση από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Έτσι, πτυχές της έρευνας για το ‘21 εντάχθηκαν σε αυτό που τελευταία τείνει να ονομάζεται ως ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες. Η υλοποίηση του μεγάλου ερευνητικού έργου «Ψηφιακό Αρχείο 1821» υπέδειξε έναν ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο συνεργασίας ιδιωτικών φορέων, εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων. Απομακρυνόμενοι από την επέτειο, η συντήρηση, η ανατροφοδότηση και η επέκταση αυτών των ψηφιακών πόρων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζητούμενο για την περί το ‘21 έρευνα.

Επίσης, αναφορά αξίζει να γίνει στα ντοκιμαντέρ της δημόσιας τηλεόρασης. Κατεξοχήν οπτικό είδος, το ντοκιμαντέρ πιθανώς συγκροτεί, ιδιαίτερα σήμερα, τον αποτελεσματικότερο τρόπο διάχυσης της ιστορικής αφήγησης στο ευρύ κοινό. Πέραν από τις διαφορές στην αισθητική τους προσέγγιση, μπορεί να λεχθεί ότι τα παραπάνω ντοκιμαντέρ προσπάθησαν να μιλήσουν για το ‘21, ή με αφορμή αυτό, με τρόπο έγκυρο, συνοπτικό, κατανοητό και κριτικό.

Τέλος, ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει για την εκθεσιακή παραγωγή˙ είναι αυτό το προνόμιο που διατηρούν τα αντικείμενα να μας θυμίζουν την υλική διάσταση των πραγμάτων. Από τη μια, η έκθεση «ΕΠΑΝΑCΥΣΤΑΣΗ» του κατεξοχήν φορέα κατοχής υλικού για το ‘21, της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, προσέφερε μια εξαιρετικά ανανεωμένη, προσιτή και σύγχρονη ματιά στη μουσειολογική προσέγγιση της ιστορίας της Επανάστασης. Από την άλλη, η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη «1821 Πριν και Μετά» αποτέλεσε ένα πραγματικό ορόσημο στα εκθεσιακά πράγματα της χώρας˙ μέσω ενός τεράστιου ως προς το είδος εύρους αντικειμένων, η έκθεση κατάφερε να δημιουργήσει μια πρωτότυπη, έγκυρη, προσιτή και συγκινητική ιστορική αφήγηση.

Στιγμιότυπο από την Έκθεση «Το ΄21 αλλιώς: Η Ελληνική Επανάσταση με φιγούρες και διοράματα PLAYMOBIL» που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Οκτώβριος 2019 – Μάιος 2020. (Φωτογραφία: Μιχάλης Φέστας, 14/2/2020)

5. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο ιστορικός Σπύρος Λουκάτος εξέδιδε πληθυσμιακά στοιχεία για τη νότια Μεσσηνία στα τέλη της Επανάστασης και σημείωνε την ανάγκη κατάρτισης «του γενικού πολιτειογραφικού χάρτη της Πελοποννήσου στο κατώφλι της ελεύθερης υποστάσεώς της που είναι από κάθε πλευρά απαραίτητος και που αναμένει τον ερευνητή, μελετητή και συντάκτη του». Η μη συστηματική, ή καλύτερα αποσπασματική, ενασχόληση της ελληνικής ιστοριογραφίας με ζητήματα αναφορικά με τον πληθυσμό και τους οικισμούς του επαναστατημένου χώρου, δεν οφειλόταν μόνο στη σπάνη ή στην έλλειψη των πηγών, αλλά φανέρωνε συγκεκριμένες ιστοριογραφικές προτεραιότητες.

Στο πλαίσιο της έρευνας «Το οικιστικό δίκτυο της Πελοποννήσου στα χρόνια της Επανάστασης», που υλοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με την υποστήριξη του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (και αποτελεί τμήμα εν εξελίξει διδακτορικής διατριβής στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ), επιχειρήθηκε η συστηματική ανασύσταση του οικιστικού, πληθυσμιακού και διοικητικού χάρτη της Πελοποννήσου στην Επανάσταση.

Μέσω της ταύτισης περίπου 2.000 τοπωνυμίων που εντοπίζονται σε πηγές απογραφικού τύπου της καποδιστριακής περιόδου, δημιουργήθηκε ένας πρωτότυπος ψηφιακός χάρτης ανοικτής πρόσβασης, ο οποίος θέλησε κατ’ αρχάς να απαντήσει στο εξής ερευνητικό ερώτημα: που κατοικεί ο πληθυσμός της Πελοποννήσου στα χρόνια του Αγώνα;

Είναι γεγονός, ότι η γοητεία της οπτικοποίησης εισφέρει σημαντικές γνώσεις σε ζητήματα που σχετίζονται κυρίαρχα με το χώρο και δεν είναι εφικτό να γίνουν κατανοητά μόνο μέσα από τη μελέτη των γραπτών πηγών. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση της κατοίκησης με το χώρο στις πολλαπλές της εκφάνσεις (γεωγραφική, τοπωνυμική, πληθυσμιακή, διοικητική, παραγωγική κλπ) δεν μπορεί παρά να γίνει στο. ή μέσω του, χάρτη.

Πρόκειται για μια έρευνα αξιοποιήσιμη, τόσο από την ερευνητική κοινότητα, όσο και από το ευρύ κοινό. Πρόκειται για μια έρευνα που θέλει να (επαν)εισαγάγει τη μεταβλητή του χώρου στη μελέτη του ‘21 και να λειτουργήσει ως εναρκτήριο σημείο για την ανανέωση των σπουδών της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας με νέα ερωτήματα και κυρίως νέα εργαλεία έρευνας, ανάλυσης και ερμηνείας των δεδομένων.