Πόλεμος – Κατοχή – Απελευθέρωση: 1940-1946

Η αναβίωση του ’21 από την Εθνική Αντίσταση

Μάνος Αυγερίδης, δρ. ιστορίας, επιστημονικός συνεργάτης ΑΣΚΙ

H εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν μεταμορφωτική για την Ελλάδα, όπως και για τις χώρες που έζησαν τις τρομακτικές του συνέπειες στο έδαφός τους. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κατοχής –η Αντίσταση– αναδύθηκε σε συνθήκες κατακλυσμιαίων αλλαγών, όχι μόνο ως πολεμική (και πολιτική) προσπάθεια αλλά και ως καθημερινός αγώνας για την ίδια τη ζωή. Το ΕΑΜ εξελίχθηκε στον κύριο εκπρόσωπο της Αντίστασης, καθώς και στο μαζικότερο λαϊκό κίνημα του ελληνικού 20ού αιώνα.

Η ιστορικότητα της περιόδου και η συνειδητοποίησή της –η συνομιλία «με την Ιστορία στον ενικό» κατά τον Πέτρο Ανταίο– αποτελεί βασικό στοιχείο της διαφοράς που εντοπίζει όποιος επιχειρεί να μελετήσει τη σχέση της Αριστεράς με το 1821 στον 20ό αιώνα. Η Κατοχή υπήρξε τομή στην πορεία αυτής της σχέσης, όχι γιατί τότε πύκνωσαν οι αριστερές αναφορές στην Επανάσταση και οι θεωρητικο-πολιτικές της επεξεργασίες, αλλά γιατί η ίδια η Αντίσταση συγκροτήθηκε και βιώθηκε ως το «Νέο 1821». Όσοι πήραν τα όπλα ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις και τους συνεργάτες τους, είδαν το ’21 ως το μοναδικό συγκρίσιμο εθνικό ιστορικό γεγονός. Ένα γεγονός που γινόταν πλέον οικείο στο περιβάλλον της ελληνικής υπαίθρου και, για πρώτη φορά, ξαναζούσε. Όπως έγραφε ο Δημήτρης Γληνός στο Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ το 1942:

«Στα βουνά της Ελλάδος αντηχεί κιόλας η γνώριμη φωνή της λευτεριάς. Η φωνή των καριοφιλιών του 21, η φωνή του μάνλιχερ του 42 […] Γιατί τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, νοιώθουμε όλοι ζωντανή μέσα μας την εγερτήρια κραυγή του Ρήγα του Φεραίου, που εμψύχωσε τους προγόνους μας του 21: «Καλλίτερα μιας ώρα ελεύτερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!».

Η Αριστερά δεν ανακάλυψε το ’21 στη διάρκεια της Κατοχής. Οι επεξεργασίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα θα ερμήνευε και θα ενέτασσε στην αφήγησή του το ιδρυτικό γεγονός του ελληνικού κράτους είχαν ήδη τη δική τους διαδρομή, που περιλάμβανε σημαντικές συμβολές αλλά και συγκρούσεις. Αντίστροφα, στη δεκαετία του 1940, η Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε κεντρική αναφορά αποκλειστικά για τον εαμικό κόσμο. Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και, ιδιαίτερα, το κλίμα εθνικής ανάτασης που δημιούργησαν οι πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού στα βουνά της Αλβανίας συνοδευόταν από διαρκείς επικλήσεις στο εθνικό ηρωικό παρελθόν.

Σε αυτό το κλίμα, μάλιστα, η στάση των κομμουνιστών ταλαντεύτηκε: την αρχική συστράτευσή τους στο ελληνικό «Όχι», ακολούθησε η επιφύλαξη και, τελικά, η καταγγελία του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού. Λίγες μέρες πριν τη γερμανική εισβολή και με αφορμή την 25η Μαρτίου 1941 το κεντρικό άρθρο του Ριζοσπάστη καλούσε τους έλληνες κομμουνιστές να γιορτάσουν την επέτειο ως αγωνιστές του ’21, ενάντια στους σύγχρονους «τυράννους» και στα «τεχνάσματά» τους:

«Οι πατέρες μας θυσιάστηκαν για να καταχτήσουν το υπέρτατο αγαθό της Λευτεριάς, που οι σημερινοί δυνάστες στέρησαν στο λαό μας. Κι ενώ εκείνοι ξεσηκώθηκαν για να λυτρωθούν απ’ τον ξενικό ζυγό […] ο λαός μας σέρνεται σ’ έναν πόλεμο –που θα μπορούσε ν’ απόφευγε και που οδηγεί στον ξενικό ζυγό– κάνοντας τον χωροφύλακα στους ραδιούργους υποκινητές μιας σύγχρονης “Ιερής Συμμαχίας”».

Οι διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπήρξαν καθοριστικές για την ένταξη των ελλήνων κομμουνιστών στο συμμαχικό στρατόπεδο και την ανάληψη, εκ μέρους τους, της πρωτοβουλίας της οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Προσπάθειες αντιστοίχισης του «μεγάλου ξεσηκωμού» του ’21 με τον νέο Αγώνα εντοπίζονται από πολύ νωρίς: «Τσαρούχι» ήταν το σύνθημα του ΕΑΜ, ως το ελληνικό V της νίκης, λίγες μέρες μετά την ίδρυσή του (Σεπτέμβριος 1941), στο διάγγελμά του εν όψει της πρώτης επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Παράλληλα, το ’21 κατείχε κεντρική θέση στο φαντασιακό και στον λόγο των μη εαμικών οργανώσεων κάθε απόχρωσης. Η επέτειος της 25ης Μαρτίου, μάλιστα, αποτέλεσε μια σταθερή αφορμή, καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, για την εκδήλωση των αντικατοχικών αισθημάτων σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, ιδιαίτερα της νεολαίας των πόλεων.

Σημείο καμπής, ωστόσο, αποτέλεσε η έναρξη και εξάπλωση του αντάρτικου. Πριν, ακόμα, την ίδρυση του ΕΑΜ, οι πρώτες ένοπλες ομάδες που συγκροτήθηκαν στην βόρεια Ελλάδα ονομάστηκαν «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και «Αθανάσιος Διάκος». Μετά την έξοδο του Άρη Βελουχιώτη –Θανάση Κλάρα τότε– στο Βουνό και τη συγκρότηση του ΕΛΑΣ το 1942, το ’21 μοιάζει να είναι, σταδιακά, πανταχού παρόν, αποκτώντας έναν επιτελεστικό χαρακτήρα. Η Επανάσταση δεν είναι πια μόνο το ηρωικό παρελθόν που εμπνέει. Ξαναγίνεται παρόν, συμβάλλοντας, μάλιστα, ενεργά στην απήχηση του αντάρτικου στους αγροτικούς πληθυσμούς της ελληνικής επαρχίας. Ο Αγώνας της Κατοχής αποκτά τη δική του «κλεφτουριά», τους καπετάνιους του, τις «σουλιώτισσες»· τα ίδια τα ονόματα των παλιών ηρώων υιοθετούνται από πολλούς αντάρτες ή χρησιμοποιούνται για να ονομάσουν ελασίτικα τμήματα. Έχει επίσης τη δική του Φιλική Εταιρεία, το ΕΑΜ.

Ο λόγος και οι ονομασίες συνοδεύονταν από εικόνες και σύμβολα, στο άχρονο σκηνικό των ελληνικών βουνών: οι εικόνες των αγωνιστών που έντυναν την έδρα της ΠΕΕΑ, της «νέας εθνοσυνέλευσης», η όψη των ανταρτών, η θεματολογία του θεάτρου στο βουνό και τα αντάρτικα τραγούδια είναι μερικά μόνο παραδείγματα. Η, γνωστή, στροφή του ύμνου του ΕΛΑΣ συνόψιζε την αντίληψη ενός ένοπλου λαού που αγωνίζεται διαχρονικά για την ελευθερία:

«Με χίλια ονόματα μια χάρη,
ακρίτας είτ’ αρματολός,
αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι,
πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός»

«Φωτιά και τσεκούρι» ήταν, τέλος, το σύνθημα για την αντιμετώπιση των «γερμανοτσολιάδων» συνεργατών του Άξονα. Το αντιστασιακό κίνημα ενέτασσε τους αντιπάλους του στην ίδια γενεαλογία που έφτανε στο ’21: ήταν οι νέοι «νενέκοι» και οι «προσκυνημένοι», οι «κοτζαμπάσηδες», οι «φαναριώτες» και οι «μεγαλέμποροι»-μαυραγορίτες. Πέραν αυτού, ο διαχρονικός «προδοτικός» ρόλος της αστικής τάξης και η επιβουλή των ξένων –των Μεγάλων Δυνάμεων– έδιναν ιστορικό βάθος στη δυσπιστία και στις συγκρούσεις στο εσωτερικό του συμμαχικού στρατοπέδου.

Όπως έχει επισημάνει ο Βαγγέλης Τζούκας (2012), η Αντίσταση «προέκυπτε από τον συνδυασμό μιας παραδοσιακού τύπου “παράδοσης ανταρσίας” και ενός νεωτερικού πνεύματος ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας». Πολλοί μελετητές της Ελληνικής Επανάστασης και των διαδρομών της στην ιστοριογραφία και τη μνήμη έχουν, επίσης, αναδείξει την επικράτηση μιας εθνικολαϊκής αντίληψης για το ’21 στην ελληνική Αριστερά του ύστερου Μεσοπολέμου και της Κατοχής. Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται και στα βιβλία που εκδίδονται κατά την Κατοχή και μετά το τέλος της, όπως οι Μορφές του Εικοσιένα του Γιώργη Λαμπρινού, και βέβαια οι επεξεργασίες της Σύντομης μελέτης της νεοελληνικής κοινωνίας του Γιάννη Ζέβγου. Η αρθρογραφία του τελευταίου καθώς και τα κομματικά μαθήματα για το ’21 που οργανώνει στη διάρκεια της Κατοχής αποτελούν τεκμήρια της έντονης δραστηριότητάς του ως κεντρικού εκπροσώπου αυτού του ρεύματος, μέχρι τη δολοφονία του το 1947.

Κατά την Απελευθέρωση, όλες οι δυνάμεις στο στρατόπεδο των νικητών επιχείρησαν να εντάξουν την περίοδο που προηγήθηκε στην εθνική ιστορική συνέχεια, με επίκεντρο το ’21 και το βλέμμα στα μεγάλα επίδικα του παρόντος και του μέλλοντος: ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, δίνοντας έμφαση στην ανασυγκρότηση του κράτους, οι «εθνικές» αντιστασιακές οργανώσεις στις διεκδικήσεις μιας νέας «Μεγάλης Ελλάδας», το ΕΑΜ στο πρόταγμα της «λαοκρατίας». Ο λόγος του Άρη Βελουχιώτη στην απελευθερωμένη Λαμία τον Οκτώβρη του 1944 είναι ενδεικτικός της πιο συγκρουσιακής εκδοχής του παραπάνω προτάγματος και, συγχρόνως, της πλήρους ένταξής του στο εθνικό αφήγημα.

«Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη».

Αυτή ήταν η τελευταία στροφή του ποιήματος «Αντίσταση», που δημοσίευσε ο Νίκος Καββαδίας το καλοκαίρι του 1945 –όταν ο Άρης είχε πια χαθεί– στα Ελληνικά Γράμματα, με αφιέρωση στη Μέλπω Αξιώτη. Η σύγκρουση του Δεκέμβρη και το αποτέλεσμά της είχαν σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας περιόδου, οι επιλογές της οποίας οδήγησαν στον ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο: μίας περιόδου εξαιρετικά «εύθραυστης» ειρήνης κατά την οποία, ωστόσο, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, παρά τις κρατικές και μη διώξεις και τις σφοδρές αντιπαραθέσεις, λειτούργησαν νόμιμα· μεταξύ άλλων, αυτή η νόμιμη λειτουργία αποτυπώθηκε και στην έκδοση μιας σειράς εντύπων (βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων). Στις σελίδες τους, κεντρική θέση κατείχε η άρρηκτη, πλέον, σχέση του 1821 με την ελληνική Αριστερά.

«Μια ματιά στο Εικοσιένα – Φιλική Εταιρεία, το κόμμα που οργάνωσε την Επανάσταση του ’21 – Κλέφτες του 1821-Αντάρτες του 1942», ΟΚΝΕ, Κεντρική Οικονομική Επιτροπή, Επιτροπή Ιδεολογικού Μετώπου, φ. 2, 4/1942 (Αρχείο ΚΣ ΕΠΟΝ, ΑΣΚΙ)

«Συνέχεια και ολοκλήρωση του ’21», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, πολιτικό, οικονομολογικό και φιλοσοφικό όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΤΚΔ), φ. 11, 3/1943 (Συλλογή Παράνομου Τύπου, Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)

«Προς την ολοκλήρωση του ’21», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, πολιτικό, οικονομολογικό και φιλοσοφικό όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΤΚΔ), φ. 12, 4/1943 (Συλλογή Παράνομου Τύπου, Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)

«Για την επέτειο της Εθνικής Επανάστασης του 1821», πολιτικό μάθημα [1943-1944] (Αρχείο ΚΣ ΕΠΟΝ, ΑΣΚΙ)

Από τους Αγώνες του Ελληνικού Λαού, παράνομο λεύκωμα, έκδοση ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25/3/1943 (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)

«Θέσεις για το γιορτασμό της 25ης του Μάρτη», ΕΠΟΝ, Συμβούλιο Περιοχής Πελοποννήσου, 3/3/1944 (Αρχείο ΚΣ ΕΠΟΝ, ΑΣΚΙ)

Φωτογραφίες από το Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας, από την έκδοση Σπύρος Μελετζής, Με τους Αντάρτες στα Βουνά (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)

Τ’ αετόπουλα, αναγνωστικό Γ΄ και Δ΄ τάξης, έκδοση «Ελεύθερης Ελλάδας», 1944 [ανατύπωση «Λευτεριάς», Καβάλα, 12/1944] (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)

Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά 1821-1945, λεύκωμα, γ΄ έκδοση, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Ρήγας», Αθήνα 1945 (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)

Ελεύθερα Γράμματα, περιοδικό της ζωντανής σκέψης, τεύχος αφιερωμένο στο 1821, 22/3/1946 (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)