Με αφορμή την επέτειο του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, δημοσιεύουμε μία μικρή συνέντευξη του Ριχάρδου Σωμερίτη, ενός από τους πιο σημαντικούς Έλληνες δημοσιογράφους, ο οποίος ταύτισε το όνομά του με τον αγώνα για την πληροφόρηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ενάντια στη δικτατορία. Γιος του Στράτη Σωμερίτη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος αλλά και ιδεολόγος σοσιαλιστής, γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος με μεγάλη δραστηριότητα σε όλη τη ζωή του: στην Κατοχή ιδρυτικό στέλεχος της ΕΛΔ (Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας) και του ΕΑΜ, υπεύθυνος της παράνομης εφημερίδας Μάχη, μαχητικός και μετά την Κατοχή διεκδικητής κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιωμάτων και δημοκρατίας. Η μητέρα του, εξαιρετική πιανίστα – μεταξύ των άλλων, εργάστηκε και ως μουσικοκριτικός. Ο ίδιος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ.
Στη Νομική μπήκε το 1949 και ενώ ήδη είχε αρχίσει να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα Mάχη. Ωστόσο οι πολιτικές του πεποιθήσεις στάθηκαν εμπόδιο στο να πάρει το πτυχίο του κι έτσι αποφασίστηκε η μετάβασή του στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Τελικά από το 1952 έως το 1967 εργάστηκε ως ανταποκριτής της εφημερίδας Ελευθερία, ενώ την περίοδο 1956-1967 συνεργάστηκε με τη γαλλική ραδιοφωνία.
Κάπως έτσι έχτισε ο Ριχάρδος Σωμερίτης μια ζωή γεμάτη μάχες με λέξεις. Με ένταση που κορυφώθηκε την περίοδο της δικτατορίας, όταν εξέδιδε το εβδομαδιαίο πληροφοριακό αντιδικτατορικό δελτίο Athènes-Presse libre.
Στη μεταπολίτευση έγινε ανταποκριτής της Καθημερινής στο Παρίσι έως το 1991. Το 1989 προσέθεσε ένα σύντομο αλλά σημαντικό κεφάλαιο στην καριέρα του, αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή ειδήσεων και ενημέρωσης στην ΕΡΤ. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως αρθρογράφος και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Το Βήμα.
Θανάσης Γάλλος
1. Πόσο σημαντικές ήταν οι επέτειοι του ’21 για τους Έλληνες του Παρισιού, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας;
Ρ.Σ.: Εθνικές επέτειοι ήταν, όπως και η 28η Οκτωβρίου, συνεπώς νοερά μετείχαμε, αλλά σε διάσταση με την χουντική «μαμά πατρίς» και τους εκπροσώπους της. Θα πρόσθετα και με πίκρα. Αυτό αφορά φυσικά τους αντιδικτατορικούς. Η παραδοσιακή ομογένεια περίμενε με αδημονία τις δεξιώσεις της πρεσβείας.
2. Υπήρχε συζήτηση γύρω από το θέμα ανάμεσα στους αντιδικτατορικές οργανώσεις;
Ρ.Σ.: Οι συζητήσεις για το ’21 ήταν πολλές. Η «επαναστατική ακροαριστερά» (και όχι μόνον αυτή) πίστευε ότι η εξέγερση δεν επέτρεψε την ανεξαρτησία, τη δικαιοσύνη, τις ελευθερίες (Ρήγας) που παρέμεναν ζητούμενο.
3. Είχε ειδική θέση η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1971 με αφορμή τα 150 χρόνια της Επανάστασης;
Ρ.Σ.: Δεν νομίζω. Πάντως οργανώθηκε από τις αντιδικτατορικές δυνάμεις και με πρωτοβουλία της «Φιλελληνικής Επιτροπής» μια σημαντική εκδήλωση στη μεγάλη αίθουσα της Mutualité κοντά στη Σορβόννη με τη συμμετοχή πολλών επιφανών Γάλλων όπως ο Αλφρεντ Καστλέρ (βραβείο Νόμπελ), ο μεγάλος ελληνιστής Φερνάν Ρομπέρ, ο επίσης ελληνιστής Πιερ Βιντάλ-Νακέ, ο συγγραφέας Ζακ Μαντόλ, ο αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσποσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Αντρέ Μπουασαρί κ.ά. Τους χαιρέτησε και τους ευχαρίστησε ο πρόεδρος της εν εξορία Ελληνικής Ενωσης δικαιωμάτων του Ανθρώπου και πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, Στράτης Σωμερίτης.
4. Ποιος ήταν ο ρόλος της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, όσον αφορά αυτό το θέμα, κατά τη διάρκεια της χούντας;
Ρ.Σ.: Η ελληνική πρεσβεία ήταν πρεσβεία της χούντας. Είχε δημιουργήσει μία “Ένωση Φιλίας Γαλλίας-Ελλάδος” με δεξιούς και ακροδεξιούς, κυρίως συνεργάτες της υπερσυντηρητικής εφημερίδας Λε Φιγκαρό, όπως τον λογοτέχνη Τιερύ Μονιέ. Η Ένωση αυτή, δηλαδή η πρεσβεία, οργάνωσε στις 24 Μαρτίου μία δεξίωση κοντά (για σιγουριά;) στο γαλλικό… υπουργείο Εσωτερικών!
5. Πόσο θέλατε να δημιουργήσετε έναν αντίλογο για την Επανάσταση σε σχέση με το αφήγημα που ήθελε να δημιουργήσει η χούντα για την Επανάσταση, η οποία τη θεωρούσε κάτι δικό της;
Ρ.Σ.: Γενικά πιστεύω ότι οι επέτειοι είναι μια καλή ευκαιρία αναστοχασμού και συλλογικού απολογισμού. Τα ταρατατζούμ όπως τα σημερινά με “θίγουν”. Προσθέτω ότι το ιστορικό λογοτεχνικό αριστερό περιοδικό Λετρ Φρανσαιζ (διευθυντής του, τότε, ο μέγας ποιητής και ελεύθερος άνθρωπος, Λουί Αραγκον), είχε κυκλοφορήσει εκείνες τις ημέρες με ένα αφιέρωμα στην ελληνική ανεξαρτησία, με άρθρο του Αραγκόν αφιερωμένο στο Ρίτσο («τον μεγαλύτερο εν ζωή ποιητή»), αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη με παρουσίαση από τον Ζακ Λακαριέρ και ποιήματα του έξοχου μεταφραστή, αργότερα και του Καβάφη, Ντομινίκ Γκρανμόν. (*)
(*) Ολες οι πληροφορίες από το τεύχος 158 του γαλλόφωνου αντιδικτατορικού δελτίου ΑΤΗΕΝΕS PRESSE LIBRE.