Ελένη Κούκη, δρ. ιστορίας, ΕΚΠΑ
Μάγδα Φυτιλή, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, ΕΚΠΑ
Τον Αύγουστο του 1974, οι Αθηναίοι συνέρρεαν για να δουν το «Μεγάλο μας τσίρκο», την παράσταση που όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το 1973, υπέστη λογοκρισία από τη Δικτατορία, στοιχίζοντας διώξεις στο καλλιτεχνικό δίδυμο Τζένη Καρέζη – Κώστα Καζάκου. Ο Παπαγιαννόπουλος περπατούσε στη σκηνή ως Κολοκοτρώνης και καλούσε τους θεατές να κοιτάξουν τον αγώνα το δικό τους: «Που είναι η 3 του Σεπτέμβρη; Που είναι το σύνταγμά σας; Ο Σεπτέμβρης (του 1843) είναι παιδί του Μάρτη (του 1821)».
Για τη ριζοσπαστικοποιημένη κοινωνία της Μεταπολίτευσης, το 1821 αποτελούσε ένα απόθεμα συμβολισμών που είχαν επανενεργοποιηθεί για να εκφράσουν την αντίσταση εναντίον της χούντας. Ταυτόχρονα, ήταν και μια παράδοση εν κινδύνω, που μετά την οικειοποίησή της από την άνομη εξουσία των Απριλιανών, έπρεπε να ανακτηθεί. Ωστόσο, στην πορεία των επόμενων χρόνων, το ενδιαφέρον για το 1821 θα γνωρίσει κάμψη. Το 2001 ο Σπύρος Ασδραχάς έγραψε ένα άρθρο στα «Ενθέματα» της εφημερίδας Αυγή μιλώντας για την «παράδοξη απουσία» του 1821 από τις νεοελληνικές σπουδές. Το 1821 έμοιαζε να χάνει τη δύναμή του ως μεταφορά για τα επίδικα του παρόντος.
Το 1975 και το 1976 το περιοδικό Αντί δημοσίευσε πολυσέλιδα αφιερώματα για το ’21 αναζητώντας την έξοδο από τον τετριμμένο και αυτοεπιβεβαιωτικό εθνοκεντρισμό. Ειδικά, το 1976 ως λύση για αυτό προτάθηκε η στροφή στη μελέτη των προϋποθέσεων, αλλά και των αποτελεσμάτων της Επανάστασης. Το 1821 σε εκείνο το αφιέρωμα δεν ήταν πλέον μόνο η πολεμική δεκαετία, αλλά ένα ευρύχωρο χρονολογικό φάσμα που ξεκινούσε από το 18ο αιώνα και κατέληγε στον μακρύ 19ο, διότι μόνο μέσα σε ένα τόσο ευρύ σχήμα μπορούσαν να απαντηθούν ερωτήματα, όπως ποιες συνθήκες οδήγησαν στην Επανάσταση ή πώς το απτό αποτέλεσμά της, η δημιουργία του ελληνικού κράτους, λειτούργησε ως απόκλιση από τους σκοπούς της. Παραδόξως, λοιπόν το ίδιο το αίτημα για μελέτη του ‘21 οδηγεί σε μια σημασιολογική διαπλάτυνση του. Η ίδια η επανάσταση φεύγει από το στόχαστρο του δημόσιου ενδιαφέροντος για να δώσει τη θέση του στις ευρύτερες αναζητήσεις για τα αίτια και τα αποτελέσματα του 1821.
Οι προβληματισμοί αυτοί δεν περιορίζονται μόνο σε έναν στενό κύκλο διανοούμενων, αντίθετα φαίνεται ότι συγκινούν ευρύτερα το χώρο του πολιτισμού. Για παράδειγμα, το 1975 το Ελεύθερο Θέατρο ανεβάζει ένα ξεχασμένο έργο του 1835 του Μιχαήλ Χουρμούζη, τον «Τυχοδιώκτη», μια καυστική σάτιρα για τη Βαυαροκρατία και τη διάψευση των υποσχέσεων του 1821, αλλά και μια χειρονομία για την αναζήτηση ενός γνήσιου ελληνικού δρόμου για το θέατρο.
Το αίτημα να απαλλαχθεί το 1821 από τον εθνοκεντρισμό επιτρέπει την ανάδυση της «ετερότητας». Αν σε προηγούμενες δεκαετίες το ζητούμενο ήταν η γνωριμία με τους ήρωές του και η επικαιροποίηση του συμβολισμού τους, τώρα η ματιά περιπλανιέται σε μορφές που παλιότερα πλαισίωναν την εθνική εικονοποιΐα. Το 1978 ο Τάσος Βουρνάς εκδίδει ένα βιβλίο για έναν «θρυλικό κακό» της παραδοσιακής ελληνικής ιστοριογραφίας, τον Αλή Πασά με τον αναθεωρητικό υπότιτλο: «Τύραννος ή ιδιοφυής πολιτικός;». Ανάλογο είναι και το ενδιαφέρον της Μεταπολίτευσης για τη ληστεία, όχι όμως πλέον ως ηρωικό, αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο -ένα ενδιαφέρον που οδηγεί σε νέες ερμηνείες για την παραδοσιακή κοινωνία όπως προκύπτει π.χ. από τις μελέτες του Στάθη Δαμιανάκου για την ανταρσία, αλλά και σε μια νέα ανάγνωση της παραδοσιακή αισθητικής όπως αυτή που επιχειρεί ο Θ. Αγγελόπουλος στον «Μεγαλέξαντρο» (1980).
Ως προς την αισθητική, τα τεκμήρια, αντιφατικά και διάσπαρτα, φανερώνουν και τις αντιθέσεις των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Το κίνημα της επιστροφής στις ρίζες κρατάει ακόμη τη ζωτικότητά του. Ταυτόχρονα, όμως, αναδύεται μια πρωτόγνωρη κριτική που αποσταθεροποιεί ένα οπτικό και συμβολικό απόθεμα παραδοσιακά συνδεδεμένο με τα αφηγήματα του 1821. Από την επιθεώρηση «Μια ζωή Γκόλφω» (1974) του Ελεύθερου Θεάτρου μέχρι τη διακωμώδηση του κιτς στην έκθεση του Αντί «Κάτι το ωραίον» στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα τσολιαδάκια και οι φουστανέλες σχολιάζονται πλέον ως φορείς μικροαστισμού. Η εικονογράφηση του 1821 αποτελεί δύσκολο εγχείρημα.
Επιστρέφοντας στο σχήμα της «παράδοξης απουσίας», θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 1821 συνιστά ταυτόχρονα και μια «παράδοξη παρουσία», τουλάχιστον ως προς τις πολιτισμικές διαδικασίες. Εντούτοις, στον πολιτικό λόγο της εποχής εξακολουθεί να υποστηρίζει παλιά παραδοσιακά σχήματα προκειμένου να εξυπηρετήσει νέες ανάγκες και επίδικα της πολιτικής συγκυρίας.
Εθνική Αντίσταση και 1821: Η ενσωμάτωση της Αριστεράς στο έθνος
Η κομμουνιστική Αριστερά στη Μεταπολίτευση διεκδικούσε εκ νέου την πολιτική της νομιμοποίηση ως συνεπής εκφραστής της βούλησης του έθνους, καθώς η αναγωγή της σε πατριωτική δύναμη δεν επήλθε αυτόχρημα με τη νομιμοποίησή της τον Σεπτέμβρη 1974. Μέσα από μια ιδιόμορφη ταυτολογία για την ενσωμάτωση της ίδιας στο πολιτικό σύστημα έπρεπε να επιτευχθεί η ένταξη της ιστορίας της εαμικής Αντίστασης στην εθνική ιστορία. Σε αυτή τη διαδικασία, το ιστορικό παράδειγμα του 1821 κατέλαβε περίοπτη θέση, αφενός διότι προσέφερε ένα σαφές εθνικοαπελευθερωτικό και πατριωτικό πρόσημο ενάντια στις κατηγορίες περί εθνικής μειοδοσίας και αφετέρου ένα ιστορικό ανάλογο για την υπέρβαση των κατοχικών συγκρούσεων.
Η Αριστερά διακήρυττε πως με τη συνεισφορά του εαμικού κινήματος στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία της χώρας, έλκοντας τη συνέχειά της από την επαναστατική παράδοση του 1821. Η υπογράμμιση των συγγενειών ανάμεσα στα οργανωτικά σχήματα, τις στοχεύσεις των αγώνων του 1821 και της Αντίστασης, αλλά και των συνεπειών τους –η εξουσία είχε δοθεί στους απόντες από τις μάχες, η ιστορία είχε διαστρεβλωθεί από τους ιθύνοντες, ενώ οι αγωνιστές είχαν εκδιωχθεί– εξέφραζε αυτές τις προσδοκίες ταύτισης και κατάργησης των ιστορικών αποστάσεων, αρθρώνοντας οργανικά την ιστορική τους συνέχεια.
Η Αριστερά επιχείρησε όχι μόνο ρητορικά αλλά και έμπρακτα να διεκδικήσει τη θέση που της αναλογούσε στην εθνική ιστορία μέσω της συμμετοχής των αντιστασιακών συσσωματώσεων στους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντέδρασε σθεναρά επαναφέροντας τον παρωχημένο Αναγκαστικό Νόμο 942/1946 περί «αναμόχλευσης των παθών» και ποινικοποιώντας τη συμμετοχή των βετεράνων εαμιτών στην εθνική επέτειο.
Ταυτόχρονα, η αναφορά στις εμφύλιες συρράξεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 1821 και οι οποίες είχαν πλέον ξεχαστεί, έδινε τη δυνατότητα να προσπεραστεί το ακανθώδες ζήτημα των εμφύλιων συγκρούσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Σύμμαχος της Αριστεράς, σε αυτή τη διαδικασία, υπήρξε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982 από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην ιστορική συνέχεια με το 1821. Ο Άρης Βελουχιώτης αποτέλεσε τη συνέχεια του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη σε μια λογική παράλληλων βίων των δύο μεγάλων επαναστάσεων του έθνους.
«Αφιέρωμα στο ’21», περ. Αντί, τχ. 15, 22/3/1975 (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)
«Αφιέρωμα στο 1821», περ. Αντί, τχ. 41, 20/3/1976 (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)
Θούριος, κεντρικό όργανο της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, 28/3/1978. Αφιέρωμα στο 1821 με δημοσίευση αποσπάσματος του μελέτης του Νίκου Σβορώνου για τις κοινωνικές τάξεις στην Τουρκοκρατία και σύνθημα «Η ιστορία όσο κι αν πλαστογραφείται κάποτε γράφεται» (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)
«Η απόπειρα του κιτς σε έξι μέρες», περ. Αντί, τχ. 276, 7/12/1984 (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ)